.
.
Θα αρχινώ τα παλαιά

Τσιγάρον σίτι͜α ετύλιζα

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Τσιγάρον σίτι͜α ετύλιζα
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Τσιγάρον σίτι͜α ’τύλιζα
το χαρτί μ’ ετσερίεν
Με τη σεβντι͜άν σίτ’ έπαιζα
το σπαρέλ’ν ατ’ς ελύεν

Πας̌ κ’ είσαι πολλά έμορφος
γιά πολλά τσ̌αλιμλίσσα;
Το στούδι σ’ αγαπίεται
μικρέσσα μ’ χατιρλίσσα μ’

Κόψον τα πέντε δάχτυλα μ’
και με το μαχ̌αιρόπο σ’
Βάλον και φύλαξον ατα
αφκά σο σπαρελόπο σ’

Έλα να ποδεδίζω σε,
ασπριδερόν κεράσι
’Κι ξέρω ακόμαν τρώγω σε,
’κι ξέρω κοκκινι͜άεις -ι;
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αγαπίεταιαγαπιέται
ασπριδερόνυπόλευκο
ατααυτά
ατ’ςαυτής, της
αφκάκάτω
βάλον(προστ.) βάλε
γιάείτε, ή ya/yā
ελύενλύθηκε, έλιωσε
έμορφοςόμορφος/η
ετσερίενσκίστηκε
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κοκκινι͜άειςκοκκινίζεις
κόψον(προστ.) κόψε
μαχ̌αιρόπομαχαιράκι
μικρέσσαμικρή, νεαρή
να ποδεδίζωνα χαρώ κπ
πας̌μήπως, μπας και, είναι δυνατόν, μην τύχει (και) μήν πᾶς
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω σενα σε χαρώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
σεβντι͜άναγάπη, έρωτας sevda/sevdā
σίτ’καθώς, ενώ σόταν<εις όταν
σίτι͜ακαθώς, ενώ σόταν<εις όταν
σπαρέλ’νμέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους spalliera
σπαρελόπομέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους spalliera
στούδιοστό, κόκκαλο ὀστοῦν~οστούδιον
το στούδι σ’ αγαπίεται(εκφ.) αγαπιέται ο χαρακτήρας, το μέσα σου
τσ̌αλιμλίσσαεπιδέξια (σε χορό κ.ά.), σκερτσόζα çalımlı
φύλαξον(προστ.) φύλαξε
χατιρλίσσαπου έχει χάρη, αξιοσέβαστη, ευυπόληπτη hatırlı<ḫāṭir
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αγαπίεταιαγαπιέται
ασπριδερόνυπόλευκο
ατααυτά
ατ’ςαυτής, της
αφκάκάτω
βάλον(προστ.) βάλε
γιάείτε, ή ya/yā
ελύενλύθηκε, έλιωσε
έμορφοςόμορφος/η
ετσερίενσκίστηκε
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κοκκινι͜άειςκοκκινίζεις
κόψον(προστ.) κόψε
μαχ̌αιρόπομαχαιράκι
μικρέσσαμικρή, νεαρή
να ποδεδίζωνα χαρώ κπ
πας̌μήπως, μπας και, είναι δυνατόν, μην τύχει (και) μήν πᾶς
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω σενα σε χαρώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
σεβντι͜άναγάπη, έρωτας sevda/sevdā
σίτ’καθώς, ενώ σόταν<εις όταν
σίτι͜ακαθώς, ενώ σόταν<εις όταν
σπαρέλ’νμέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους spalliera
σπαρελόπομέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους spalliera
στούδιοστό, κόκκαλο ὀστοῦν~οστούδιον
το στούδι σ’ αγαπίεται(εκφ.) αγαπιέται ο χαρακτήρας, το μέσα σου
τσ̌αλιμλίσσαεπιδέξια (σε χορό κ.ά.), σκερτσόζα çalımlı
φύλαξον(προστ.) φύλαξε
χατιρλίσσαπου έχει χάρη, αξιοσέβαστη, ευυπόληπτη hatırlı<ḫāṭir
Τσιγάρον σίτι͜α ετύλιζα

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost