.
.
Επιστροφή στην παράδοση

Την μάνα σ’ θέλω πεθεράν

Την μάνα σ’ θέλω πεθεράν
fullscreen
Ο φέγγον σίτι͜α ’πιδι͜αβαίν’
κι εσύ ν’ απιδι͜αβαίν’νες
Να μ’ έσωνα κι εδι͜αβαίν’να
τη στράταν ν’ εδι͜αβαίν’νες

Τη μάνα σ’ θέλω πεθεράν,
τον κύρη σ’ πεθερόν -ι
Κι εσέν τη τσούνας το κουτάβ’ 
να γίνεσαι τ’ εμόν -ι

’Χ̌ι͜ονίεν, πουλί μ’, το Κιλκίς,
’χ̌ι͜ονίεν και η Δράμα
Ο ταχυδρόμον ’κι δι͜αβαίν’
να στείλω σε έναν γράμμαν

Ετσ̌όκεψεν ο χ̌ι͜ουμωγκόν
τα χ̌ιόνι͜α καπατεύ’νε
Αρνί μ’, έλα σ’ εμέτερα
αρ’ ους να λιμενεύ’νε
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
απιδι͜αβαίν’νεςπερνούσες, ξεπερνούσες, έφευγες
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
δι͜αβαίν’(για τόπο) περνάει/ώ, διασχίζει/ω, (για χρόνο) περνάει/ώ διαβαίνω
εδι͜αβαίν’να(για τόπο) περνούσα, διέσχιζα (για χρόνο) περνούσα διαβαίνω
εδι͜αβαίν’νες(για τόπο) περνούσες, διέσχιζες (για χρόνο) περνούσες διαβαίνω
εμέτεραδικά μας ἡμέτερος
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έσωνα(αμτβ.) είχα δύναμη, άντεχα, αρκούσα
ετσ̌όκεψενκατέπεσε, επικάθησε, έκλινε υπό το βάρος çökmek
καπατεύ’νεσκεπάζουνε, καλύπτουν, κλείνουν κπ/κτ σε κτ kapatmak
’κιδεν οὐκί<οὐχί
λιμενεύ’νεαποκαλύπτονται από τα χιόνια, ελλιμενίζονται
ουςως, μέχρι
’πιδι͜αβαίν’φεύγω/ει, αφήνω/ει πίσω, προσπερνώ/ά, ξεπερνώ/ά από + διαβαίνω
σίτι͜ακαθώς, ενώ σόταν<εις όταν
τσούναςσκύλας κύων→κύαινα
φέγγονφεγγάρι
’χ̌ι͜ονίεν(εχ̌ι͜ονίεν) χιονίστηκε
χ̌ι͜ουμωγκόν(ον.εν.) χειμώνας, (αιτ.εν.) χειμώνα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
απιδι͜αβαίν’νεςπερνούσες, ξεπερνούσες, έφευγες
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
δι͜αβαίν’(για τόπο) περνάει/ώ, διασχίζει/ω, (για χρόνο) περνάει/ώ διαβαίνω
εδι͜αβαίν’να(για τόπο) περνούσα, διέσχιζα (για χρόνο) περνούσα διαβαίνω
εδι͜αβαίν’νες(για τόπο) περνούσες, διέσχιζες (για χρόνο) περνούσες διαβαίνω
εμέτεραδικά μας ἡμέτερος
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έσωνα(αμτβ.) είχα δύναμη, άντεχα, αρκούσα
ετσ̌όκεψενκατέπεσε, επικάθησε, έκλινε υπό το βάρος çökmek
καπατεύ’νεσκεπάζουνε, καλύπτουν, κλείνουν κπ/κτ σε κτ kapatmak
’κιδεν οὐκί<οὐχί
λιμενεύ’νεαποκαλύπτονται από τα χιόνια, ελλιμενίζονται
ουςως, μέχρι
’πιδι͜αβαίν’φεύγω/ει, αφήνω/ει πίσω, προσπερνώ/ά, ξεπερνώ/ά από + διαβαίνω
σίτι͜ακαθώς, ενώ σόταν<εις όταν
τσούναςσκύλας κύων→κύαινα
φέγγονφεγγάρι
’χ̌ι͜ονίεν(εχ̌ι͜ονίεν) χιονίστηκε
χ̌ι͜ουμωγκόν(ον.εν.) χειμώνας, (αιτ.εν.) χειμώνα
Την μάνα σ’ θέλω πεθεράν

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost