.
.
Οδοιπορικό στον Πόντο

Αγαπώ και νουνίζω σε

Αγαπώ και νουνίζω σε
fullscreen
Ντό έν’ εείνο το νισ̌άν’
ση γούλα σ’ το κρυμμένον;
Με τα μαλλία σ’ έ͜εις ατο
θαρρείς καπατεμένον

Αγαπώ και νουνίζω σε
σ’ εύκαιρον το γεργάνι μ’
Για τ’ εσέν μανέα ένουμ’νε,
εποίκες με περισ̌άνην

Τίναν εσέγκες μουατσ̌ίρ’
σ’ οσπίτι σ’; Αναθεμά σε!
Και γιάμ’ φιλεί σε σο κιντίν
κρυφά όντες κοιμάσαι;

Αγαπώ και νουνίζω σε
σ’ εύκαιρον το γεργάνι μ’
Για τ’ εσέν μανέα ένουμ’νε,
εποίκες με περισ̌άνην

Έπαρ’ και άλειψον ιλάτς,
τσ̌οράχ’ φαρμακωμένον
Κι αν έρ’ται ξαν τη σ̌κύλ’ ο γιον
να χάται αφορεσμένον

Αγαπώ και νουνίζω σε
σ’ εύκαιρον το γεργάνι μ’
Για τ’ εσέν μανέα ένουμ’νε,
εποίκες με περισ̌άνην
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άλειψον(προστ.) άλειψε
γεργάνιπάπλωμα yorgan
γιάμ’μήπως, ή μη ya/yā + μη
γούλαλαιμός gula
έ͜ειςέχεις
εείνοεκείνο
έν’είναι
ένουμ’νεέγινα
έπαρ’(προστ.) πάρε
εποίκεςέκανες, έφτιαξες ποιέω-ῶ
έρ’ταιέρχεται
εσέγκεςέβαλες, εισήγαγες
εύκαιρον(ουδ.) άδειο, αδειανό, (αρσ.) ανόητο, κουφιοκέφαλο
ιλάτςφάρμακο ilaç/ʿilāc
καπατεμένονσκεπασμένο/η, καλυμμένο/η, κλεισμένο/η σε κτ kapatmak
κιντίναπόγευμα, δείλι ikindi
μανέακαπνιά, μαυρισμένος/η/ο από καπνιά
μουατσ̌ίρ’(αιτ. εν.) πρόσφυγα, μετανάστη, (πληθ.) πρόσφυγες, μετανάστες muhacir/muhācir
νισ̌άν’σημάδι, στόχος, αρραβώνας nişan/nişān
νουνίζωσκέφτομαι
ξανπάλι, ξανά
όντεςόταν
οσπίτισπίτι hospitium<hospes
σ̌κύλ’(γεν.) σκύλου
τίνανποιον/α
τσ̌οράχ’στείρο, άγονο (για έδαφος), μη πόσιμο, πικρό (για νερό) çorak
χάταιχάνεται
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άλειψον(προστ.) άλειψε
γεργάνιπάπλωμα yorgan
γιάμ’μήπως, ή μη ya/yā + μη
γούλαλαιμός gula
έ͜ειςέχεις
εείνοεκείνο
έν’είναι
ένουμ’νεέγινα
έπαρ’(προστ.) πάρε
εποίκεςέκανες, έφτιαξες ποιέω-ῶ
έρ’ταιέρχεται
εσέγκεςέβαλες, εισήγαγες
εύκαιρον(ουδ.) άδειο, αδειανό, (αρσ.) ανόητο, κουφιοκέφαλο
ιλάτςφάρμακο ilaç/ʿilāc
καπατεμένονσκεπασμένο/η, καλυμμένο/η, κλεισμένο/η σε κτ kapatmak
κιντίναπόγευμα, δείλι ikindi
μανέακαπνιά, μαυρισμένος/η/ο από καπνιά
μουατσ̌ίρ’(αιτ. εν.) πρόσφυγα, μετανάστη, (πληθ.) πρόσφυγες, μετανάστες muhacir/muhācir
νισ̌άν’σημάδι, στόχος, αρραβώνας nişan/nişān
νουνίζωσκέφτομαι
ξανπάλι, ξανά
όντεςόταν
οσπίτισπίτι hospitium<hospes
σ̌κύλ’(γεν.) σκύλου
τίνανποιον/α
τσ̌οράχ’στείρο, άγονο (για έδαφος), μη πόσιμο, πικρό (για νερό) çorak
χάταιχάνεται
Αγαπώ και νουνίζω σε

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost