.
.
Καρδίας ανοιγάρ’

Α’έρ’ ι-μ’ κι αε-Θόδωρε μ’

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Α’έρ’ ι-μ’ κι αε-Θόδωρε μ’
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Α’έρ’ ι-μ’ κι αε-Θόδωρε μ’
τσοι δύ’ς να ποδεδίζω!
Πεκιάρτς να λάσκουμαι έν’ καλό,
γιόξαμ’ να γυναικίζω;

Αν γυναικί͜εις θα έν’ τ’ εσόν
έναν και μαναχόν -ι
Πεκιάρτς να λάσ̌κεσαι έν’ καλό
όλια θα είν’ τ’ εσόν -ι¹

Εγώ μίαν εγάπεσα
εύκαιρα πώς ευρέθα;
Ατώρα πουσ̌μανεύ’ ατο
σον κόσμον ντ’ εγεννέθα

Πεκιάρτς έμ’νε κι επάντρεψα
και κρούω το κιφάλι μ’
Ας σ’ έμορφα τα κορτσόπα
έχασα τ’ εχτιπάρι μ’
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
Α’έρ’αϊ-Γιώργη
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
ατώρατώρα
γιόξαμ’ή μήπως yoksa+μη
γυναικί͜ειςβρίσκεις γυναίκα, παντρεύεσαι
γυναικίζωβρίσκω γυναίκα, νυμφεύομαι
δύ’ςδύο
εγάπεσααγάπησα
εγεννέθαγεννήθηκα
είν’(για πληθ.) είναι
έμ’νεήμουν
έμορφαόμορφα
έν’είναι
επάντρεψαπαντρεύτηκα
εσόνδικός/ή/ό σου
εύκαιραάδεια, χωρίς περιεχόμενο/νόημα, ανούσια, μτφ. ανοησίες, (ουσ. τα) τα μαλακά μέρη της κοιλίας, βουβώνας
ευρέθαβρέθηκα
εχτιπάριαξιοπρέπεια, κύρος, αξιοπιστία itibar/iʿtibār
κιφάλικεφάλι
κορτσόπακοριτσάκια
κρούωχτυπώ
λάσ̌κεσαιπεριφέρεσαι, τριγυρνάς, περιπλανιέσαι ἀλάομαι/ηλάσκω
λάσκουμαιπεριφέρομαι, τριγυρίζω, περιπλανώμαι ἀλάομαι/ηλάσκω
μαναχόν(έναρθρο) μοναχός, μοναχό, (επίρρ) μόνο/μοναχά
μίανμια φορά
να ποδεδίζωνα χαρώ κπ
όλιαόλα
πεκιάρτςεργένης, (αιτ. πληθ.) εργένηδες bekâr/bekār
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
πουσ̌μανεύ’μετανιώνει pişman olmak<paşmān
τσοιτους/τις
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
Α’έρ’αϊ-Γιώργη
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
ατώρατώρα
γιόξαμ’ή μήπως yoksa+μη
γυναικί͜ειςβρίσκεις γυναίκα, παντρεύεσαι
γυναικίζωβρίσκω γυναίκα, νυμφεύομαι
δύ’ςδύο
εγάπεσααγάπησα
εγεννέθαγεννήθηκα
είν’(για πληθ.) είναι
έμ’νεήμουν
έμορφαόμορφα
έν’είναι
επάντρεψαπαντρεύτηκα
εσόνδικός/ή/ό σου
εύκαιραάδεια, χωρίς περιεχόμενο/νόημα, ανούσια, μτφ. ανοησίες, (ουσ. τα) τα μαλακά μέρη της κοιλίας, βουβώνας
ευρέθαβρέθηκα
εχτιπάριαξιοπρέπεια, κύρος, αξιοπιστία itibar/iʿtibār
κιφάλικεφάλι
κορτσόπακοριτσάκια
κρούωχτυπώ
λάσ̌κεσαιπεριφέρεσαι, τριγυρνάς, περιπλανιέσαι ἀλάομαι/ηλάσκω
λάσκουμαιπεριφέρομαι, τριγυρίζω, περιπλανώμαι ἀλάομαι/ηλάσκω
μαναχόν(έναρθρο) μοναχός, μοναχό, (επίρρ) μόνο/μοναχά
μίανμια φορά
να ποδεδίζωνα χαρώ κπ
όλιαόλα
πεκιάρτςεργένης, (αιτ. πληθ.) εργένηδες bekâr/bekār
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
πουσ̌μανεύ’μετανιώνει pişman olmak<paşmān
τσοιτους/τις
Α’έρ’ ι-μ’ κι αε-Θόδωρε μ’
Σημειώσεις
¹ Ορθ. νοηματικά «τ’ εσά -ι»

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost