.
.
Καρδίας ανοιγάρ’

Αρνί μ’, μεσανυχτί’ έλα

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Αρνί μ’, μεσανυχτί’ έλα
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Αρ’ ας σ’ εσόν τον πρόσωπον,
αρ’ ας σ’ εσά τ’ ομμάτι͜α
Η καρδι͜ά μ’ τογραεύκεται
και ’ίνεται κομμάτι͜α

Αρνί μ’, μεσανυχτί’ έλα
όντες εβγαίν’νε τ’ άστρα
Έπαρ’ με σ’ εγκαλιόπο σου
κι απέσ’ σα ψ̌ήα σ’ τ’ άσπρα

Αφκά ση φέγγονος το φως
έπαρ’ τη στράταν κι έλα
Σα μαλλόπα σ’ θα ’ίνουμαι
μεταξωτόν κορδέλα

Έλα να ποδεδίζω σε
κι απόθεν έρθες ρι͜άστι͜α;
Εφώταξεν ο πρόσωπο σ’
άμον τ’ ουρανού τ’ άστρα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απέσ’μέσα
απόθεναπό που, από όπου
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
αφκάκάτω
εβγαίν’νεβγαίνουν
εγκαλιόποαγκαλίτσα
έπαρ’(προστ.) πάρε
έρθεςήρθες
εσάδικά σου/σας
εσόνδικός/ή/ό σου
εφώταξενφώτισε
’ίνεταιγίνεται
’ίνουμαιγίνομαι
μαλλόπαμαλλάκια
μεσανυχτί’την ώρα του μεσονυχτίου
να ποδεδίζωνα χαρώ κπ
ομμάτι͜αμάτια
όντεςόταν
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω σενα σε χαρώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ρι͜άστι͜ατυχαία, συμπτωματικά rast/rāst
τογραεύκεταικομματιάζεται doğramak
φέγγονοςφεγγαριού
ψ̌ήαψυχές, η περιοχή του στέρνου, τα εσώψυχα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απέσ’μέσα
απόθεναπό που, από όπου
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
αφκάκάτω
εβγαίν’νεβγαίνουν
εγκαλιόποαγκαλίτσα
έπαρ’(προστ.) πάρε
έρθεςήρθες
εσάδικά σου/σας
εσόνδικός/ή/ό σου
εφώταξενφώτισε
’ίνεταιγίνεται
’ίνουμαιγίνομαι
μαλλόπαμαλλάκια
μεσανυχτί’την ώρα του μεσονυχτίου
να ποδεδίζωνα χαρώ κπ
ομμάτι͜αμάτια
όντεςόταν
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω σενα σε χαρώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ρι͜άστι͜ατυχαία, συμπτωματικά rast/rāst
τογραεύκεταικομματιάζεται doğramak
φέγγονοςφεγγαριού
ψ̌ήαψυχές, η περιοχή του στέρνου, τα εσώψυχα
Αρνί μ’, μεσανυχτί’ έλα

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost