.
.
Των Ακριτών και των Αντρειωμένων

Ακρίτας όνταν έλαμνεν

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Ακρίτας όνταν έλαμνεν
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Ακρίτας όνταν έλαμνεν
αφκά ση ποταμέαν
Επέγ’νεν κι έρτουν κι έλαμνεν
τη μέραν πέντε αυλάκια
Επέγ’νεν κι έρτουν κι έσπερνεν
εννέα κότι͜α σπόρον

Έρθεν πουλίν κι εκόνεψεν
ση ζυγονί’ την άκραν
Και σ’κούται καλοκάθεται
ση ζυγονί’ τη μέσην

-Οπίσ’, πουλίν! Οπίσ’, πουλίν!
μη τρως τη βουκεντρέαν
Και το πουλίν ’κελάηδεσεν
μ’ ανθρώπινον λαλία

-Ντό στέκ’ς, ντό στέκ’ς, Ακρίτα μου,
και τίναν αναμένεις;
Το ένοικο σ’ εχάλασαν
και την κάλη σ’ επέραν
και τα μικρά τα πουλόπα σ’
σο περιβόλ’ έσυραν

Βιτσοκοπά τον μαύρον ατ’
και φτάν’ και κοντεφτάνει
Ανοίξετε με, νε πορτάρ’
ανοίξτεν ας εμπαίνω

Ένοιξαν ατον οι πορτάρ’
εμπαίν’ απέσ’ Ακρίτας
Άλλοι σκαμνία δίγ’ν’ ατον,
άλλοι καυκίν απλών’νε

Και σο σκαμνίν ’κι κάθεται
και το καυκίν ’κι παίρει
Έσυρεν το σπαθίν ατου
ας σο χρυσόν θεκάρι
Χ̌ίλιους εμπρός εσκότωσεν
και μύριους από πίσω
Κι επέρεν την κόρ’ κι έφυεν
εννιά νύχτας κι ημέρας
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άκρανάκρη, αρχή
ανοίξτεν(προστ.) ανοίξτε
απέσ’μέσα
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
αφκάκάτω
βιτσοκοπάχτυπάει με τη βίτσα, ρίχνει βιτσιά βίτσα<veja (σλαβ.) + -κοπῶ
βουκεντρέανχτύπημα με ξύλινη βέργα (βουκέντρα) που χρησιμοποιούταν από τους αγρότες κατά τη διάρκεια οργώματος με βόδια και η οποία στη μία άκρη είχε μεταλλική βάση για να καθαρίζουν το αλέτρι και στην άλλη της άκρη ήταν αιχμηρή, ούτως ώστε να κεντρίζει τα βόδια
δίγ’ν’δίνουν
εκόνεψενεγκαταστάθηκε, φώλιασε, προσγειώθηκε konmak
έλαμνενόργωνε λάμνω
εμπαίν’μπαίνει
εμπαίνωμπαίνω
ένοικοσπίτι, οικία
ένοιξανάνοιξαν
επέγ’νενπήγαινε, προχωρούσε, έφευγε
επέρανπήραν
επέρενπήρε
έρθενήρθε
έσυρανέσυραν, τράβηξαν, έριξαν
έσυρενέσυρε, τράβηξε, έριξε
έφυενέφυγε
ζυγονί’ζυγού
κάληη αγαπητή σύζυγος, η σύζυγος
καυκίνκούπα καῦκος
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κότι͜αμονάδα μέτρησης για δημητριακά
λαλίαλαλιά, φωνή
νύχτας(ον.πληθ.,τα) νύχτες
όντανόταν
οπίσ’πίσω
πορτάρ’πορτιέρηδες, οι επιβλέποντες την είσοδο από κπ πόρτα porta
ποταμέανπαραποτάμιος τόπος
πουλόπαπουλάκια
σ’κούταισηκώνεται
στέκ’ςστέκεσαι
τίνανποιον/α
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άκρανάκρη, αρχή
ανοίξτεν(προστ.) ανοίξτε
απέσ’μέσα
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
αφκάκάτω
βιτσοκοπάχτυπάει με τη βίτσα, ρίχνει βιτσιά βίτσα<veja (σλαβ.) + -κοπῶ
βουκεντρέανχτύπημα με ξύλινη βέργα (βουκέντρα) που χρησιμοποιούταν από τους αγρότες κατά τη διάρκεια οργώματος με βόδια και η οποία στη μία άκρη είχε μεταλλική βάση για να καθαρίζουν το αλέτρι και στην άλλη της άκρη ήταν αιχμηρή, ούτως ώστε να κεντρίζει τα βόδια
δίγ’ν’δίνουν
εκόνεψενεγκαταστάθηκε, φώλιασε, προσγειώθηκε konmak
έλαμνενόργωνε λάμνω
εμπαίν’μπαίνει
εμπαίνωμπαίνω
ένοικοσπίτι, οικία
ένοιξανάνοιξαν
επέγ’νενπήγαινε, προχωρούσε, έφευγε
επέρανπήραν
επέρενπήρε
έρθενήρθε
έσυρανέσυραν, τράβηξαν, έριξαν
έσυρενέσυρε, τράβηξε, έριξε
έφυενέφυγε
ζυγονί’ζυγού
κάληη αγαπητή σύζυγος, η σύζυγος
καυκίνκούπα καῦκος
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κότι͜αμονάδα μέτρησης για δημητριακά
λαλίαλαλιά, φωνή
νύχτας(ον.πληθ.,τα) νύχτες
όντανόταν
οπίσ’πίσω
πορτάρ’πορτιέρηδες, οι επιβλέποντες την είσοδο από κπ πόρτα porta
ποταμέανπαραποτάμιος τόπος
πουλόπαπουλάκια
σ’κούταισηκώνεται
στέκ’ςστέκεσαι
τίνανποιον/α
Ακρίτας όνταν έλαμνεν

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost