.
.
Κιμιγιάν

Η καλατσ̌ή ατ’ς νόστιμον

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Η καλατσ̌ή ατ’ς νόστιμον
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Η καλατσ̌ή ατ’ς νόστιμον,
το γέλος ατ’ς αγνόν έν’
Αδά σον κόσμον έμορφον
αρ’ ατό μαναχόν έν’

Τ’ ομάλια ετσ̌αΐρωσαν,
τα πρόβατα μ’ θα βόσκουν
Και -ν- ατά τα στομόχ̌ειλα σ’
μίαν να ’γυροκλώσκουμ’

Η καρδία σ’ άμον παχτσ̌έ,
σ’ άκρας απ’ έναν πρόβαν
Όλιον τη μέραν βόσκουνταν
πλάν καικά ’κ’ ευτάν’ πόδαν

Έναν και μαναχόν είσαι,
τση μάνας ι-σ’ το τέκ’ -ι
Να έσ’νε του μαχ̌αιρί μ’ το λάβ’,
τσ’ ὼρας ι-μ’ το κεστέκ’ -ι
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αγνόναλλόκοτο/η, περίεργο/η, σπουδαίο/α, αξιοθαύμαστο/η ἀγνώς (άγνωστος)<ἀ- + γιγνώσκω
αδάεδώ
άκραςάκρης, άκρες (πληθ. τα)
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ατάαυτά
ατ’ςαυτής, της
βόσκουνβοσκάνε
βόσκουντανβοσκούν
γέλοςγέλιο, περίγελος
’γυροκλώσκουμ’κλωθογύριζα
έμορφονόμορφο
έν’είναι
έσ’νεήσουν
ετσ̌αΐρωσανχορτάριασαν çayır=λιβάδι
ευτάν’κάνουν, φτιάχνουν εὐθειάζω
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καικάπρος τα κάτω, εκεί ακριβώς, κοντά
καλατσ̌ήομιλία, συνομιλία, συζήτηση keleci=καλός λόγος (Παλαιά Τουρκική Ανατολίας)
κεστέκ’αλυσίδα που είναι προσαρτημένη στο τέλος ενός ρολογιού köstek/kūstak (Nişanyan)
λάβ’λαβή, χειρολαβή
μαναχόν(έναρθρο) μοναχός, μοναχό, (επίρρ) μόνο/μοναχά
μίανμια φορά
όλιονόλο, ολόκληρο
ομάλιαομαλοί δρόμοι, ευθείες, πεδιάδες, ομαλά (επίρρ)
παχτσ̌έκήπος, περιβόλι bahçe/bāġçe
πλάνπλάι, πλαϊνό/ παρακείμενο μέρος, παραπέρα
πόδανίχνος, πατημασιά, βήμα
πρόβανπρόβατο
στομόχ̌ειλατα χείλια του στόματος
τέκ’μόνο, ένα, μοναδικό tek
τσ’(ως τση, άρθρο γεν. ενικού) του/της, (ως τσοι, άρθρο αιτ. πληθ.) τις, (ως ερωτημ. τσί;) ποιός;
τσητης
ὼραςρολογιού
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αγνόναλλόκοτο/η, περίεργο/η, σπουδαίο/α, αξιοθαύμαστο/η ἀγνώς (άγνωστος)<ἀ- + γιγνώσκω
αδάεδώ
άκραςάκρης, άκρες (πληθ. τα)
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ατάαυτά
ατ’ςαυτής, της
βόσκουνβοσκάνε
βόσκουντανβοσκούν
γέλοςγέλιο, περίγελος
’γυροκλώσκουμ’κλωθογύριζα
έμορφονόμορφο
έν’είναι
έσ’νεήσουν
ετσ̌αΐρωσανχορτάριασαν çayır=λιβάδι
ευτάν’κάνουν, φτιάχνουν εὐθειάζω
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καικάπρος τα κάτω, εκεί ακριβώς, κοντά
καλατσ̌ήομιλία, συνομιλία, συζήτηση keleci=καλός λόγος (Παλαιά Τουρκική Ανατολίας)
κεστέκ’αλυσίδα που είναι προσαρτημένη στο τέλος ενός ρολογιού köstek/kūstak (Nişanyan)
λάβ’λαβή, χειρολαβή
μαναχόν(έναρθρο) μοναχός, μοναχό, (επίρρ) μόνο/μοναχά
μίανμια φορά
όλιονόλο, ολόκληρο
ομάλιαομαλοί δρόμοι, ευθείες, πεδιάδες, ομαλά (επίρρ)
παχτσ̌έκήπος, περιβόλι bahçe/bāġçe
πλάνπλάι, πλαϊνό/ παρακείμενο μέρος, παραπέρα
πόδανίχνος, πατημασιά, βήμα
πρόβανπρόβατο
στομόχ̌ειλατα χείλια του στόματος
τέκ’μόνο, ένα, μοναδικό tek
τσ’(ως τση, άρθρο γεν. ενικού) του/της, (ως τσοι, άρθρο αιτ. πληθ.) τις, (ως ερωτημ. τσί;) ποιός;
τσητης
ὼραςρολογιού
Η καλατσ̌ή ατ’ς νόστιμον

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost