.
.
Καμίαν ’κι ανασπάλλκεσαι

Καμίαν ’κι ανασπάλλκεσαι

Καμίαν ’κι ανασπάλλκεσαι
fullscreen
Σ’κούμαι, φορώ και νίφκουμαι
και το σταυρό μ’ ευτάω
Στέκω σην πόρταν εμπροστά,
νουνίζω μέρ’ θα πάω

Όλι͜α τα στράτας φαίν’ντανε
έμπρι͜α σ’ ομμάτι͜α μ’ έναν
Αλλού θ’ επέγ̆’να με το νου μ’
και ξαν έρθα σ’ εσέναν

Καμίαν ’κι ανασπάλλκεσαι
και ας σο νου μ’ ’κι χάσαι
Μετ’ εμέν είσαι σ’ όραμα μ’,
μετ’ εμέναν κοιμάσαι
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
ανασπάλλκεσαιξεχνιέσαι
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
έμπρι͜αμπροστά ἐμπρός
εμπροστάμπροστά, πρωτύτερα
επέγ̆’ναπήγαινα
έρθαήρθα
ευτάωκάνω, φτιάχνω εὐθειάζω
καμίανποτέ
’κιδεν οὐκί<οὐχί
μέρ’(μέρου, επιρρ.) πού, προς ορισμένο μέρος, όποιος
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
νίφκουμαινίπτομαι, πλένομαι
νουνίζωσκέφτομαι
ξανπάλι, ξανά
ομμάτι͜αμάτια
σ’κούμαισηκώνομαι
στράτας(ονομ.) δρόμοι, (αιτ.) δρόμους
φαίν’ντανεφαίνονται
χάσαιχάνεσαι
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
ανασπάλλκεσαιξεχνιέσαι
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
έμπρι͜αμπροστά ἐμπρός
εμπροστάμπροστά, πρωτύτερα
επέγ̆’ναπήγαινα
έρθαήρθα
ευτάωκάνω, φτιάχνω εὐθειάζω
καμίανποτέ
’κιδεν οὐκί<οὐχί
μέρ’(μέρου, επιρρ.) πού, προς ορισμένο μέρος, όποιος
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
νίφκουμαινίπτομαι, πλένομαι
νουνίζωσκέφτομαι
ξανπάλι, ξανά
ομμάτι͜αμάτια
σ’κούμαισηκώνομαι
στράτας(ονομ.) δρόμοι, (αιτ.) δρόμους
φαίν’ντανεφαίνονται
χάσαιχάνεσαι
Καμίαν ’κι ανασπάλλκεσαι

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost