.
.
Επλέθυνεν το ζεγκινλούκ’

Επλέθυνεν το ζεγκινλούκ’

Επλέθυνεν το ζεγκινλούκ’
fullscreen
Επλέθυνεν το ζεγκινλούκ’
και τη κυρού σ’ ο βίον
Φορείς το μαύρον κοντογούν’
εμέν πα τρώει ο κρύον

Τ’ οσπίτι͜α σ’ και τ’ αυλό̤νας ι-σ’
απέσ’ σην πολιτείαν
Τ’ εμόν του καρίπ’ το καλύβ’
σο τσ̌όλ’ την ερημίαν

Όλια πα είν’ τ’ εσέτερα
εσ̌ι͜άδες, φουλιρία
Εμέν ιεύ’ με ο παρχάρτς
και τα ψηλά ραχ̌ία

Ας σ’ έναν χρυσόν μαστραπάν
σο άλλ’ αργυροκαύκιν
Κόρη, πώς καταδέχκεσαι
πίντς ας σο χαλκοστάμνι μ’;
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
απέσ’μέσα
αργυροκαύκιναργυροπότηρο
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
αυλό̤ναςαυλές
βίοντο βιος, το σύνολο των ζωντανών που έχει στην ιδιοκτησία του κάποιος, η περιουσία κάποιου
είν’(για πληθ.) είναι
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
επλέθυνενπλήθαινε
εσέτεραδικά σου/σας
εσ̌ι͜άδες(πληθ., τα) υπάρχοντα, περιουσία, αγαθά, πραμάτεια eşya/eşyāʾ
ζεγκινλούκ’πλούτος zenginlik/sengīn
ιεύ’ταιριάζει uymak
καρίπ’μοναχικό, ορφανό, εξαθλιωμένο garip/ġarīb
καταδέχκεσαικαταδέχεσαι
κοντογούν’κοντό γουνοφόρο ένδυμα, σε μορφή ζακέτας
κυρούπατέρα
μαστραπάνμικρή μεταλλική, πήλινη ή και γυάλινη κανάτα maşrapa/maşraba
όλιαόλα
οσπίτι͜ασπίτια hospitium<hospes
παπάλι, επίσης, ακόμα
παρχάρτςορεινός τόπος θερινής βοσκής
πίντςπίνεις
ραχ̌ίαράχες, βουνά
τσ̌όλ’έρημο, ερημικό çöl
φορείςφοράς
φουλιρίαφλουριά
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
απέσ’μέσα
αργυροκαύκιναργυροπότηρο
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
αυλό̤ναςαυλές
βίοντο βιος, το σύνολο των ζωντανών που έχει στην ιδιοκτησία του κάποιος, η περιουσία κάποιου
είν’(για πληθ.) είναι
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
επλέθυνενπλήθαινε
εσέτεραδικά σου/σας
εσ̌ι͜άδες(πληθ., τα) υπάρχοντα, περιουσία, αγαθά, πραμάτεια eşya/eşyāʾ
ζεγκινλούκ’πλούτος zenginlik/sengīn
ιεύ’ταιριάζει uymak
καρίπ’μοναχικό, ορφανό, εξαθλιωμένο garip/ġarīb
καταδέχκεσαικαταδέχεσαι
κοντογούν’κοντό γουνοφόρο ένδυμα, σε μορφή ζακέτας
κυρούπατέρα
μαστραπάνμικρή μεταλλική, πήλινη ή και γυάλινη κανάτα maşrapa/maşraba
όλιαόλα
οσπίτι͜ασπίτια hospitium<hospes
παπάλι, επίσης, ακόμα
παρχάρτςορεινός τόπος θερινής βοσκής
πίντςπίνεις
ραχ̌ίαράχες, βουνά
τσ̌όλ’έρημο, ερημικό çöl
φορείςφοράς
φουλιρίαφλουριά
Επλέθυνεν το ζεγκινλούκ’

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost