.
.
Τοξαρέας Αμάραντα

Ραχ̌ι͜ά μη πρασινίζετεν

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Ραχ̌ι͜ά μη πρασινίζετεν
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Ν’ αηλί εκείνεν τη μάναν
που έχ̌’ τον ξενιτέαν
Καίεται το καρδόπον ατ’ς
και ’ίνεται μανέαν

Ραχ̌ι͜ά μη πρασινίζετεν
ους να έρ’ται τ’ αρνόπο μ’
Σταθέστεν κι εσείν έρημα,
αρ’ άμον το καρδόπο μ’

Ψηλά ραχ̌ιά και πράσινα
και δέντρα φυλλωμένα
κλίστεν κα’ τα κλαδόπα σουν
και κλάψτεν για τ’ εμένα

Αηλί εμέν, νε μανίκα μ’,
η καρδία μ’ εκάεν
Αρ’ άμον το Καράκαπαν
χ̌ι͜ονόπον εσ̌κεπάεν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
ατ’ςαυτής, της
εκάενκάηκε
εκείνενεκείνη
έρ’ταιέρχεται
εσείνεσείς
εσ̌κεπάενσκεπάστηκε
έχ̌’έχει
’ίνεταιγίνεται
κα’κάτω
καίεταικαίγεται
Καράκαπανονομασία βουνού στην σημ. Τουρκία, στα ανατολικά όρια της Άνω Ματσούκας και με υψόμετρο 2,4 χλμ Karakaban< kara (=μαύρο) + kaban (կաբան=κορυφή, απότομος λόφος)
καρδόποκαρδούλα
καρδόπονκαρδούλα
κλαδόπακλαδάκια
κλάψτεν(προστ.) κλάψτε
κλίστεν(προστ.) σκύψτε, κλίνετε
μανέανκαπνιά, μαυρισμένος/η/ο από καπνιά
μανίκαμανούλα
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
ξενιτέανξενιτεμένο
ουςως, μέχρι
ραχ̌ι͜άράχες, βουνά
σουνσας
σταθέστεν(προστ.) σταθείτε
χ̌ι͜ονόπονχιονάκι
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
ατ’ςαυτής, της
εκάενκάηκε
εκείνενεκείνη
έρ’ταιέρχεται
εσείνεσείς
εσ̌κεπάενσκεπάστηκε
έχ̌’έχει
’ίνεταιγίνεται
κα’κάτω
καίεταικαίγεται
Καράκαπανονομασία βουνού στην σημ. Τουρκία, στα ανατολικά όρια της Άνω Ματσούκας και με υψόμετρο 2,4 χλμ Karakaban< kara (=μαύρο) + kaban (կաբան=κορυφή, απότομος λόφος)
καρδόποκαρδούλα
καρδόπονκαρδούλα
κλαδόπακλαδάκια
κλάψτεν(προστ.) κλάψτε
κλίστεν(προστ.) σκύψτε, κλίνετε
μανέανκαπνιά, μαυρισμένος/η/ο από καπνιά
μανίκαμανούλα
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
ξενιτέανξενιτεμένο
ουςως, μέχρι
ραχ̌ι͜άράχες, βουνά
σουνσας
σταθέστεν(προστ.) σταθείτε
χ̌ι͜ονόπονχιονάκι
Ραχ̌ι͜ά μη πρασινίζετεν

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost