.
.
Τοξαρέας Αμάραντα

Εσύ εμέναν έλεες

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Εσύ εμέναν έλεες
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Εσύ εμέναν έλεες,
«καν’νάν ’κι καλατσ̌εύω»
Με τ’ ομματόπα μ’ είδα σε
τον Θεό σ’ ’κ’ ινιανεύω

Γιαβρί μ’, εσέναν ντ’ αγαπώ,
αν ίσως λέγω ψέμαν
Το χώμαν ντο καταπατείς
να σύρ’ και πίν’ το αίμα μ’

Έλα να ποδεδίζω σε!
Μετ’ εμέν έλα, πουλί μ’!
Το νόστιμον η καλατσ̌ή σ’
θα σύρ’ και παίρ’ τ’ αχούλι μ’

Τ’ αρνόπο μ’ κείται -ν- άρρωστον
κι εγώ σύρω τα πόνια
Θεέ μ’, κόψον και δος ατο
τ’ εμά τ’ ημ’σά τα χρόνια
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
αχούλιμυαλό akıl/ʿaḳl
γιαβρίμωρό, μικρό, παιδί yavru
δοςδώσε
έλεεςέλεγες
εμάδικά μου
ημ’σάμισά
ινιανεύωπιστεύω, εμπιστεύομαι inanmak
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καλατσ̌εύωμιλάω, συνομιλώ, συζητώ keleci=καλός λόγος (Παλαιά Τουρκική Ανατολίας)
καλατσ̌ήομιλία, συνομιλία, συζήτηση keleci=καλός λόγος (Παλαιά Τουρκική Ανατολίας)
καν’νάνκανέναν
κείταικείτεται, ξαπλώνει
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κόψον(προστ.) κόψε
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
να ποδεδίζωνα χαρώ κπ
ομματόπαματάκια
παίρ’παίρνω/ει
πίν’πίνω/ει
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω σενα σε χαρώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
πόνια(ονομ.) πόνοι, (αιτ.) πόνους
σύρ’σύρω/ει, τραβάω/ει, ρίχνω/ει
σύρωσέρνω, τραβώ, ρίχνω
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
αχούλιμυαλό akıl/ʿaḳl
γιαβρίμωρό, μικρό, παιδί yavru
δοςδώσε
έλεεςέλεγες
εμάδικά μου
ημ’σάμισά
ινιανεύωπιστεύω, εμπιστεύομαι inanmak
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καλατσ̌εύωμιλάω, συνομιλώ, συζητώ keleci=καλός λόγος (Παλαιά Τουρκική Ανατολίας)
καλατσ̌ήομιλία, συνομιλία, συζήτηση keleci=καλός λόγος (Παλαιά Τουρκική Ανατολίας)
καν’νάνκανέναν
κείταικείτεται, ξαπλώνει
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κόψον(προστ.) κόψε
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
να ποδεδίζωνα χαρώ κπ
ομματόπαματάκια
παίρ’παίρνω/ει
πίν’πίνω/ει
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω σενα σε χαρώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
πόνια(ονομ.) πόνοι, (αιτ.) πόνους
σύρ’σύρω/ει, τραβάω/ει, ρίχνω/ει
σύρωσέρνω, τραβώ, ρίχνω
Εσύ εμέναν έλεες

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost