.
.
Κρωμέτ’κα τραγωδίας/Τ’ αρνόπο μ’

Τ’ αρνόπο μ’

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Αρνόπο μ’, με το γέλος ι-σ’
χαράζ’νε τα ραχ̌ία
Ο φέγγον παίρ’ και βασιλεύ’,
ξημερών’ κρύα-κρύα

Αρνόπο μ’, είσαι έμορφος,
ο φέγγον πα ομοι͜άει σε
Κι εσέν που έχ̌’ τη σ̌κύλ’ ο γιον
ας κάθεται κι ωρι͜άει σε

Αρνόπο μ’, όντες πας σ’ ορμάν’
ν’ ευτάς το σ̌ελεκόπο σ’
τα δέντρα ’κι ορωτούνε σε:
«Πού έν’ τ’ άλλο τ’ εσ̌όπο σ’;»
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
γέλοςγέλιο, περίγελος
έμορφοςόμορφος/η
έν’είναι
εσ̌όπο(υποκορ.) ταίρι, έτερο ήμισυ, σύντροφος eş + -όπον
ευτάςκάνεις, φτιάχνεις εὐθειάζω
έχ̌’έχει
’κιδεν οὐκί<οὐχί
ομοι͜άειμοιάζει
όντεςόταν
ορμάν’δάσος orman
ορωτούνερωτούν
παπάλι, επίσης, ακόμα
παίρ’παίρνω/ει
ραχ̌ίαράχες, βουνά
σ̌ελεκόπο(υποκορ.) φορτίο ξύλων ή χόρτων που φέρεται στη ράχη ανθρώπου şelek<շալակ (shalag)=πλάτη, ράχη, μτφ. φορτίο + -όπον
σ̌κύλ’(γεν.) σκύλου
φέγγονφεγγάρι
χαράζ’νεχαράζουν
ωρι͜άειπροσέχει, φυλάει, επιβλέπει
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
γέλοςγέλιο, περίγελος
έμορφοςόμορφος/η
έν’είναι
εσ̌όπο(υποκορ.) ταίρι, έτερο ήμισυ, σύντροφος eş + -όπον
ευτάςκάνεις, φτιάχνεις εὐθειάζω
έχ̌’έχει
’κιδεν οὐκί<οὐχί
ομοι͜άειμοιάζει
όντεςόταν
ορμάν’δάσος orman
ορωτούνερωτούν
παπάλι, επίσης, ακόμα
παίρ’παίρνω/ει
ραχ̌ίαράχες, βουνά
σ̌ελεκόπο(υποκορ.) φορτίο ξύλων ή χόρτων που φέρεται στη ράχη ανθρώπου şelek<շալակ (shalag)=πλάτη, ράχη, μτφ. φορτίο + -όπον
σ̌κύλ’(γεν.) σκύλου
φέγγονφεγγάρι
χαράζ’νεχαράζουν
ωρι͜άειπροσέχει, φυλάει, επιβλέπει

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost