.
.
Εντάμα

Ψ̌ης πέταγμα/Çayelinden

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Ψ̌ης πέταγμα/Çayelinden
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Κορτσόπον, τα μαλλία σ’
ποίσον ατα ιμπρισ̌ίμ¹
Τύλτσον ατα ση γούλα μ’,
σύρεν κι έπαρε την ψ̌η μ’
[Τρώγω τον Θεό σ’!]

Ση παρχαρί’ σο δρόμον
έχω δύο σεβτάδες
Τ’ έναν ζ’μών’ και μαερεύ’,
τ’ άλλο κουρεύ’ σοφράδες
[Τρώγω τον Θεό σ’!]

Έλα, πουλί μ’, μετ’ εμέν
μετ’ εμέν θα ζεις καλά
Εγώ θα τρανύνω σε
με το μέλ’ και το γάλα
[Τρώγω τον Θεό σ’!]

♫

Τ’ ομμάτι͜α σ’ με τ’ ομμάτι͜α μ’
ομοι͜άζουν τ’ έναν τ’ άλλο
Κόρη, πέ’ α’ τη μάνα σ’
ας παίρουμ’ τ’ έναν τ’ άλλο

Ε! παιδία, ντο λέτεν;
Πάμε ση χαμαιλέτεν;
Κλέφτομεν έναν κορίτσ’
καν’νάν τιδέν μη λέτεν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
α’(ατό) αυτό, το
ατααυτά
γούλαλαιμός gula
έπαρε(προστ.) πάρε
ζ’μών’ζυμώνει
ιμπρισ̌ίμμεταξόνημα, κάτι δεμένο με μεταξόνημα ibrişim/ebrīşum
καν’νάνκανέναν
κλέφτομενκλέβουμε
κορτσόπονκοριτσάκι
κουρεύ’στήνω/ει, τακτοποιώ/είς, οργανώνω/εις kurmak
λέτενλέτε
μαερεύ’μαγειρεύει
μέλ’μέλι
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
ομμάτι͜αμάτια
παιδίαπαιδιά
παίρουμ’παίρνουμε
παρχαρί’θερινού βοσκότοπου (παρχαριού)
πέ’(προστ.) πες
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
σεβτάδεςέρωτες sevda/sevdā
σοφράδεςχαμηλά, συνήθως στρογγυλά τραπέζια, γύρω από τα οποία κάθονται στο πάτωμα sofra/sufre
τιδέντίποτα
τρανύνωμεγαλώνω, αναθρέφω τρανόω-ῶ
τύλτσον(προστ.) τύλιξε
χαμαιλέτεννερόμυλο
ψ̌ηψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
α’(ατό) αυτό, το
ατααυτά
γούλαλαιμός gula
έπαρε(προστ.) πάρε
ζ’μών’ζυμώνει
ιμπρισ̌ίμμεταξόνημα, κάτι δεμένο με μεταξόνημα ibrişim/ebrīşum
καν’νάνκανέναν
κλέφτομενκλέβουμε
κορτσόπονκοριτσάκι
κουρεύ’στήνω/ει, τακτοποιώ/είς, οργανώνω/εις kurmak
λέτενλέτε
μαερεύ’μαγειρεύει
μέλ’μέλι
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
ομμάτι͜αμάτια
παιδίαπαιδιά
παίρουμ’παίρνουμε
παρχαρί’θερινού βοσκότοπου (παρχαριού)
πέ’(προστ.) πες
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
σεβτάδεςέρωτες sevda/sevdā
σοφράδεςχαμηλά, συνήθως στρογγυλά τραπέζια, γύρω από τα οποία κάθονται στο πάτωμα sofra/sufre
τιδέντίποτα
τρανύνωμεγαλώνω, αναθρέφω τρανόω-ῶ
τύλτσον(προστ.) τύλιξε
χαμαιλέτεννερόμυλο
ψ̌ηψυχή
Ψ̌ης πέταγμα/Çayelinden
Σημειώσεις
¹ ibrişim=μεταξονήμα

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost