.
.
Σο έναν τ’ αναστέναγμα μ’/Ραχ̌ία σ̌κίζω κι έρχουμαι

Ραχ̌ία σ̌κίζω κι έρχουμαι

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Ραχ̌ία σ̌κίζω κι έρχουμαι
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Ραχ̌ία σ̌κίζω κι έρχουμαι,
αρνί μ’, ας σο χατίρι σ’
Εσέν που έχ̌’ τη σ̌κύλ’ ο γιον
’κι ξέρ’ το μεκατίρι σ’’
[μεκατίρι σ’]

Αρνί μ’, τον τόπον ντο πατείς
την πόδα σ’ εγνωρίζω
Γομούται παρχαρί’ νερόν
κλίσκουμαι κα’ και πίνω
[ξαν πίνω, ξαν πίνω]

Τ’ αρνί μ’ επαρεξέγκε με
ους τα Δύο Λιθάρι͜α
Τα δα̤κρόπα τ’ς εκχ̌ύουσαν
κι άμον μαργαριτάρι͜α
[τάρα-τάρι͜α]

Εσύ είσαι τ’ εμόν άγγελον,
εσύ χαρεντερί͜εις με
Αν επορείς, πουλόπο μ’/τρυγόνα μου
το ψ̌όπο σ’ πα θα δί’ς με
[πα -ι- θα δί’ς]

Ωφ! ωφ! Αηλί εμέν! Κάτ’ θα λέγω σε!
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
γομούταιγεμίζει, βουρκώνει, κομπιάζει
δα̤κρόπα(υποκορ.) δάκρυα
δί’ςδίνεις
εκχ̌ύουσανεκχύνονταν, χύνονταν, εξέρρεαν εκχύνω<ἐγχέω< ἐν + χέω
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
επαρεξέγκεξεπροβόδισε
επορείςμπορείς
έρχουμαιέρχομαι
έχ̌’έχει
κα’κάτω
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλίσκουμαισκύβω, κλίνω
λιθάρι͜αλιθάρια, πέτρες
μεκατίριαξία (ηθική), ποσότητα, ικανότητα (ενικ.) miḳdār/ (πληθ.) meḳādīr/mawaqīdīr
ξανπάλι, ξανά
ουςως, μέχρι
παπάλι, επίσης, ακόμα
παρχαρί’θερινού βοσκότοπου (παρχαριού)
πατείςπατάς
πόδαίχνος, πατημασιά, βήμα
πουλόποπουλάκι
ραχ̌ίαράχες, βουνά
σ̌κύλ’(γεν.) σκύλου
τρυγόνατο πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
χαρεντερί͜ειςχαροποιείς, ψυχαγωγείς
χατίριχάρη, σεβασμός, υπόληψη hatır/ḫāṭir
ψ̌όποψυχούλα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
γομούταιγεμίζει, βουρκώνει, κομπιάζει
δα̤κρόπα(υποκορ.) δάκρυα
δί’ςδίνεις
εκχ̌ύουσανεκχύνονταν, χύνονταν, εξέρρεαν εκχύνω<ἐγχέω< ἐν + χέω
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
επαρεξέγκεξεπροβόδισε
επορείςμπορείς
έρχουμαιέρχομαι
έχ̌’έχει
κα’κάτω
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλίσκουμαισκύβω, κλίνω
λιθάρι͜αλιθάρια, πέτρες
μεκατίριαξία (ηθική), ποσότητα, ικανότητα (ενικ.) miḳdār/ (πληθ.) meḳādīr/mawaqīdīr
ξανπάλι, ξανά
ουςως, μέχρι
παπάλι, επίσης, ακόμα
παρχαρί’θερινού βοσκότοπου (παρχαριού)
πατείςπατάς
πόδαίχνος, πατημασιά, βήμα
πουλόποπουλάκι
ραχ̌ίαράχες, βουνά
σ̌κύλ’(γεν.) σκύλου
τρυγόνατο πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
χαρεντερί͜ειςχαροποιείς, ψυχαγωγείς
χατίριχάρη, σεβασμός, υπόληψη hatır/ḫāṭir
ψ̌όποψυχούλα
Ραχ̌ία σ̌κίζω κι έρχουμαι

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost