.
.
Κιμιγιάν

Έναν άστρεν εξέβεν

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Έναν άστρεν εξέβεν
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Έναν άστρεν εξέβεν
σην ανατολήν,
αρ’ έναν κι άλλο εξέβεν
σο Τεβέποϊν
Αρ’ έναν κι άλλο εξέβεν
σο Καράκαπαν,
αρ’ έναν κι άλλο εξέβεν
σ’ Αρμαλού το Χὰν’
 
Σοφίτσα μ’, έξ’ μ’ εβγαίνεις
και μη φαίνεσαι -ν
Ελέπ’νε σε -ν- και τ’ άστρα
και μαραίνεσαι
Ελέπ’ σε -ν- και ο ήλι͜ον
και ηλαίνεσαι
Ελέπ’ σε και ο φέγγον
και δειλαίνεσαι
 
Λισάφ’ άνοιξον το τουλάπ’
[έι, πουλί μ’, ξαν αρνί μ’]
και δὼμα ένα μήλον
[έλα, έλα λέγω σε -ν/ψ̌ήκα μ’ ποδεδίζω σε]
Άνοιξον το παράθυρο σ’
[έι, πουλί μ’, ξαν αρνί μ’]
ας ελέπω τον ήλιον
[έλα, έλα λέγω σε -ν/κομμενόχρονον, γιαρ]
 
Απ’ ουρανού χαρτίν έρθεν,
[ωχ, πουλί μ’, ξαν αρνί μ’]
οφέτος θα γυρεύω
[έλα, έλα λέγω σε -ν/σ̌κυλοκούταβο, γιαρ]
Τρία κουκούτσ̌ι͜α -ν- άλατα
[ωχ, πουλί μ’, ξαν αρνί μ’]
την κάλη μ’ θα γητεύω
[έλα, έλα λέγω σε -ν/σ̌κυλοκούταβο, γιαρ]
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άλατααλάτια
άνοιξον(προστ.) άνοιξε
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
Αρμαλού το χὰν’το Χάνι του Αρμαλού (ή Αρμανλού), φημισμένο πανδοχείο στην περιοχή της Κρώμνης στον Πόντο Harmanlı Han
άστρενάστρο
γητεύωξορκίζω, ξεματιάζω, κάνω γητειές προς θεραπεία κπ
γιαραγαπητός/ή/ό, αγάπη yâr
γυρεύωεπαιτώ, ζητιανεύω
δειλαίνεσαιδειλιάζεις
δὼμαδώσε μου
ελέπ’βλέπει/βλέπω
ελέπ’νεβλέπουνε
ελέπωβλέπω
έναν κι άλλοάλλο ένα, ένα ακόμη
έξ’έξω ή ο αριθμός έξι
εξέβενβγήκε, ανέβηκε
έρθενήρθε
ηλαίνεσαιπαθαίνεις ηλίαση
κάληη αγαπητή σύζυγος, η σύζυγος
Καράκαπανονομασία βουνού στην σημ. Τουρκία, στα ανατολικά όρια της Άνω Ματσούκας και με υψόμετρο 2,4 χλμ Karakaban< kara (=μαύρο) + kaban (կաբան=κορυφή, απότομος λόφος)
κομμενόχρονοναυτό που είθε να του κοπούν τα χρόνια
κουκούτσ̌ι͜ακουκούτσια, σβώλοι, πολύ μικρές ποσότητες cucuzza
Λισάφ’Ελισσάβετ
ξανπάλι, ξανά
οφέτοςφέτος
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω σενα σε χαρώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
Τεβέποϊν(ή Τεβέ-Μποΐ) ύψωμα στην περιοχή της Κρώμνης deve boyun (κυριολ. λαιμός της καμήλας, μτφ. κάτι που έχει καμπυλωτό σχήμα))
τουλάπ’ντουλάπι dolap/dūlāb
φέγγονφεγγάρι
χὰν’χάνι, πανδοχείο han/ḫān
ψ̌ήκαψυχούλα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άλατααλάτια
άνοιξον(προστ.) άνοιξε
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
Αρμαλού το χὰν’το Χάνι του Αρμαλού (ή Αρμανλού), φημισμένο πανδοχείο στην περιοχή της Κρώμνης στον Πόντο Harmanlı Han
άστρενάστρο
γητεύωξορκίζω, ξεματιάζω, κάνω γητειές προς θεραπεία κπ
γιαραγαπητός/ή/ό, αγάπη yâr
γυρεύωεπαιτώ, ζητιανεύω
δειλαίνεσαιδειλιάζεις
δὼμαδώσε μου
ελέπ’βλέπει/βλέπω
ελέπ’νεβλέπουνε
ελέπωβλέπω
έναν κι άλλοάλλο ένα, ένα ακόμη
έξ’έξω ή ο αριθμός έξι
εξέβενβγήκε, ανέβηκε
έρθενήρθε
ηλαίνεσαιπαθαίνεις ηλίαση
κάληη αγαπητή σύζυγος, η σύζυγος
Καράκαπανονομασία βουνού στην σημ. Τουρκία, στα ανατολικά όρια της Άνω Ματσούκας και με υψόμετρο 2,4 χλμ Karakaban< kara (=μαύρο) + kaban (կաբան=κορυφή, απότομος λόφος)
κομμενόχρονοναυτό που είθε να του κοπούν τα χρόνια
κουκούτσ̌ι͜ακουκούτσια, σβώλοι, πολύ μικρές ποσότητες cucuzza
Λισάφ’Ελισσάβετ
ξανπάλι, ξανά
οφέτοςφέτος
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω σενα σε χαρώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
Τεβέποϊν(ή Τεβέ-Μποΐ) ύψωμα στην περιοχή της Κρώμνης deve boyun (κυριολ. λαιμός της καμήλας, μτφ. κάτι που έχει καμπυλωτό σχήμα))
τουλάπ’ντουλάπι dolap/dūlāb
φέγγονφεγγάρι
χὰν’χάνι, πανδοχείο han/ḫān
ψ̌ήκαψυχούλα
Έναν άστρεν εξέβεν

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost