.
.
Τοξαρέας Αμάραντα

Ν’ αηλί εμέν π’ εγέρασα

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Ν’ αηλί εμέν π’ εγέρασα
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Έλα, πουλί μ’, σα ήμαρτα σ’,
ποίσον τρία μετάνοιας
Άνοιξον τα ξερόχ̌ερα σ’,
έπαρ’ με σην εγκάλια σ’

Αηλί εμέν π’ εγέρασα,
τα χρόνια μ’ είν’ τριάντα!
Αηλί π’ εστεφανώθε με
εμέν π’ επέρεν άντραν

Ν’ αηλί εμέν π’ εγέρασα,
σα δέντρα -ν- επεκούμπ’σα
Ατά πα -ν- ελυπέθανε
τα φύλλα τουν ερρούξαν

Τ’ εμόν τ’ αρνίν επέθανεν
σην κόλασην επήεν
’Κι κλαίω ντο επέθανεν,
κλαίω ντ’ εκολατίεν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
άνοιξον(προστ.) άνοιξε
ατάαυτά
εγέρασαγέρασα
εγκάλιααγκαλιά
είν’(για πληθ.) είναι
εκολατίενκολάστηκε
ελυπέθανελυπήθηκαν
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έπαρ’(προστ.) πάρε
επέθανενπέθανε
επεκούμπ’σαακούμπησα, στηρίχθηκα
επέρενπήρε
επήενπήγε
ερρούξανέπεσαν
εστεφανώθεστεφανώθηκε
ήμαρταήμαρτον, δηλωτικό μετάνοιας, από τον αόριστο β΄ του αρχαίου ρήματος ἁμαρτάνω (αμάρτησα), έκφ. έλα σα ήμαρτα=μετανόησε
’κιδεν οὐκί<οὐχί
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
παπάλι, επίσης, ακόμα
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
τουντους
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
άνοιξον(προστ.) άνοιξε
ατάαυτά
εγέρασαγέρασα
εγκάλιααγκαλιά
είν’(για πληθ.) είναι
εκολατίενκολάστηκε
ελυπέθανελυπήθηκαν
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έπαρ’(προστ.) πάρε
επέθανενπέθανε
επεκούμπ’σαακούμπησα, στηρίχθηκα
επέρενπήρε
επήενπήγε
ερρούξανέπεσαν
εστεφανώθεστεφανώθηκε
ήμαρταήμαρτον, δηλωτικό μετάνοιας, από τον αόριστο β΄ του αρχαίου ρήματος ἁμαρτάνω (αμάρτησα), έκφ. έλα σα ήμαρτα=μετανόησε
’κιδεν οὐκί<οὐχί
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
παπάλι, επίσης, ακόμα
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
τουντους
Ν’ αηλί εμέν π’ εγέρασα

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost