.
.
Τοξαρέας Αμάραντα

Ο πρόσωπο σ’ τραντάφυλλον

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Ο πρόσωπο σ’ τραντάφυλλον
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Ο πρόσωπο σ’ τραντάφυλλον,
αρνόπο μ’, έλα, έλα!
Σα μὲσα σ’ να τυλίγουμαι 
τέρ’ με, ψ̌ήκα μ’, και γέλα

Σα μὲσα σ’ να τυλίγουμαι 
δύο τρία φοράς -ι
Όντες τερώ σον πρόσωπο σ’ 
γιατί χάται η χρά σ’-ι

Ατά τ’ ομμάτι͜α που ελέπ’ 
πώς να μη παλαλούται!
Άψιμον να έν’ καίεται,
κρεμός να έν’ σκοτούται

Τ’ ομματόπα σ’ αρ’ τ’ έμορφα
τ’ οφρύδι͜α σ’ πογιαμάδες
Γουρπάν’ σο πόι σ’ να ’ίν’ντανε
δεκαοχτώ γιοσμάδες

Ση κεμεντζ̌ές ι-μ’ σο κιφάλ’
πουλίν ’κι κοντουρεύω
Τα έμορφα τα κοράσ̌ι͜α,
αρνί μ’, θα καντουρεύω
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
ατάαυτά
άψιμονφωτιά
γιοσμάδεςκομψοί, λεβέντες νέοι yosma
γουρπάν’θυσία kurban/ḳurbān
ελέπ’βλέπει/βλέπω
έμορφαόμορφα
έν’είναι
’ίν’ντανεγίνονται
καίεταικαίγεται
καντουρεύωξεγελάω, εξαπατάω, κοροϊδεύω kandırmak
κεμεντζ̌έςλύρας kemençe/kemānçe
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κιφάλ’κεφάλι
κοντουρεύωτοποθετώ, βάζω πάνω kondurmak
κοράσ̌ι͜ακορίτσια
κρεμόςγκρεμός
μὲσα(τα) η μέση
ομμάτι͜αμάτια
ομματόπαματάκια
όντεςόταν
οφρύδι͜αφρύδια
παλαλούταιτρελαίνεται
πογιαμάδεςβαφές μτφ. βαμμένα boyama
πόιύψος, μπόι (ανάστημα) boy
σκοτούταισκοτώνεται
τέρ’(προστ.) κοίταξε
τερώκοιτώ
τραντάφυλλοντριαντάφυλλο
τυλίγουμαιτυλίγομαι
φοράςφορές
χάταιχάνεται
χράχροιά, το χρώμα του δέρματος, όψη
ψ̌ήκαψυχούλα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
ατάαυτά
άψιμονφωτιά
γιοσμάδεςκομψοί, λεβέντες νέοι yosma
γουρπάν’θυσία kurban/ḳurbān
ελέπ’βλέπει/βλέπω
έμορφαόμορφα
έν’είναι
’ίν’ντανεγίνονται
καίεταικαίγεται
καντουρεύωξεγελάω, εξαπατάω, κοροϊδεύω kandırmak
κεμεντζ̌έςλύρας kemençe/kemānçe
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κιφάλ’κεφάλι
κοντουρεύωτοποθετώ, βάζω πάνω kondurmak
κοράσ̌ι͜ακορίτσια
κρεμόςγκρεμός
μὲσα(τα) η μέση
ομμάτι͜αμάτια
ομματόπαματάκια
όντεςόταν
οφρύδι͜αφρύδια
παλαλούταιτρελαίνεται
πογιαμάδεςβαφές μτφ. βαμμένα boyama
πόιύψος, μπόι (ανάστημα) boy
σκοτούταισκοτώνεται
τέρ’(προστ.) κοίταξε
τερώκοιτώ
τραντάφυλλοντριαντάφυλλο
τυλίγουμαιτυλίγομαι
φοράςφορές
χάταιχάνεται
χράχροιά, το χρώμα του δέρματος, όψη
ψ̌ήκαψυχούλα
Ο πρόσωπο σ’ τραντάφυλλον

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost