.
.
Γεύση...απ’ το παλιό χρυσό ραδιόφωνο

Η κόρ’ επήεν σον παρχάρ’

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Η κόρ’ επήεν σον παρχάρ’
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Η κόρ’ επήεν σον παρχάρ’
[Έι! Πουλί μ’, πουλί μ’!]
να γίνεται ρομάνα
[Έλα, έλα λέγω σε]
Και κυνηγός θα γ̂ίνουμαι,
[Έι! Πουλί μ’, πουλί μ’!]
θ’ ευρήκ’ ατεν σ’ ορμάνι͜α
[Έλα, έλα λέγω σε]
[Ωχ!] Και κυνηγός θα γ̂ίνουμαι,
[Έι! Πουλί μ’ και -ν- αρνί μ’]
[Ωχ!] ευρήκ’ ατεν σ’ ορμάνι͜α
[Έλα, έλα λέγω σε]

Η κόρ’ επήεν σον παρχάρ’
[Έι! Πουλί μ’, πουλί μ’!]
εγέντονε ρομάνα
[Έλα, έλα λέγω σε]
κι εφώταξεν και ο παρχάρτς
[Έι! Πουλί μ’, πουλί μ’!]
εμόρφυναν τ’ ορμάνι͜α
[Έλα, έλα λέγω σε]
[Εχ!] κι εφώταξεν και ο παρχάρτς
[Έι! Πουλί μ’, ξαν αρνί μ’]
[Εχ!] κι εμόρφυναν τ’ ορμάνι͜α
[Έλα, έλα λέγω σε]

Ρομάνες, πάτεν σον παρχάρ’,
[Έι! Πουλί μ’, πουλί μ’!]
καλά δουλείας ποίστεν
[Έλα, έλα λέγω σε]
Ευτάτεν και τ’ ανθόγαλαν
[Έι! Πουλί μ’, πουλί μ’!]
το μερτικό μ’ αφήστεν
[Έλα, έλα λέγω σε]
[Εχ!] Ευτάτεν και τ’ ανθόγαλαν
[Έι! Πουλί μ’, ξαν αρνί μ’]
[Εχ!] το μερτικό μ’ αφήστεν
[Έλα, έλα λέγω σε]
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
ανθόγαλανανθόγαλο, λιπαρή ουσία σαν αφρός που εμφανίζεται στην επιφάνεια του γάλακτος, όταν αυτό βράσει
ατεναυτήν
δουλείας(ονομ. πληθ.) δουλειές, (γεν. ενικ.) δουλειάς
εγέντονεέγινε
εμόρφυνανομόρφυναν
επήενπήγε
ευρήκ’βρίσκω/ει
ευτάτενκάνετε, φτιάχνετε εὐθειάζω
εφώταξενφώτισε
ξανπάλι, ξανά
ορμάνι͜αδάση orman
παρχάρ’ορεινός τόπος θερινής βοσκής
παρχάρτςορεινός τόπος θερινής βοσκής
πάτεν(προστ.) πηγαίνετε, πάτε
ποίστεν(προστ.) κάντε, φτιάξτε ποιέω-ῶ
ρομάναπαρχαρομάνα, γυναίκα επιφορτισμένη με την επιμέλεια των ζώων και άλλες γαλακτοκομικές εργασίες στο παρχάρι (θερινό βοσκοτόπι)
ρομάνεςπαρχαρομάνες, γυναίκες επιφορτισμένες με την επιμέλεια των ζώων και άλλες γαλακτοκομικές εργασίες στο παρχάρι (θερινό βοσκοτόπι)
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
ανθόγαλανανθόγαλο, λιπαρή ουσία σαν αφρός που εμφανίζεται στην επιφάνεια του γάλακτος, όταν αυτό βράσει
ατεναυτήν
δουλείας(ονομ. πληθ.) δουλειές, (γεν. ενικ.) δουλειάς
εγέντονεέγινε
εμόρφυνανομόρφυναν
επήενπήγε
ευρήκ’βρίσκω/ει
ευτάτενκάνετε, φτιάχνετε εὐθειάζω
εφώταξενφώτισε
ξανπάλι, ξανά
ορμάνι͜αδάση orman
παρχάρ’ορεινός τόπος θερινής βοσκής
παρχάρτςορεινός τόπος θερινής βοσκής
πάτεν(προστ.) πηγαίνετε, πάτε
ποίστεν(προστ.) κάντε, φτιάξτε ποιέω-ῶ
ρομάναπαρχαρομάνα, γυναίκα επιφορτισμένη με την επιμέλεια των ζώων και άλλες γαλακτοκομικές εργασίες στο παρχάρι (θερινό βοσκοτόπι)
ρομάνεςπαρχαρομάνες, γυναίκες επιφορτισμένες με την επιμέλεια των ζώων και άλλες γαλακτοκομικές εργασίες στο παρχάρι (θερινό βοσκοτόπι)
Η κόρ’ επήεν σον παρχάρ’

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost