.
.
Γεύση...απ’ το παλιό χρυσό ραδιόφωνο

Σ’ εγκαλιόπο σ’ έναν βραδήν

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Σ’ εγκαλιόπο σ’ έναν βραδήν
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Σ’ εγκαλιόπο σ’ έναν βραδήν [ασ’χώρετον]
ολίγον π’ εκοιμέθεν [όι, όι, όι/ έλα -ν- έλα]
Πιρνά - πιρνά ας αποθάν’ [ν’ αηλί εμέν]
ντ’ έζησεν εκανέθεν [όι, όι, όι/ έλα -ν- έλα]

Αφκά και σ’ αλατόφυτα [ασ’χώρετον]
«να! τρυγονίτσα» εφών’νεν [όι, όι, όι/ έλα -ν- έλα]
Τ’ ορμία εντιδόγαναν [ν’ αηλί εμέν]
η κόρη ετραγώδ’νεν [όι, όι, όι/ έλα -ν- έλα]

Σα χωραφάκρας ’κάθουμ’νε [ασ’χώρετον]
και -ν- άμον χωμολέας [όι, όι, όι/ έλα -ν- έλα]
Εκάθουμ’νε κι εμέτρανα [ν’ αηλί εμέν]
τσ’ εγάπ’ς τα μακελλέας [όι, όι, όι/ έλα -ν- έλα]
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
αλατόφυταελατόφυτα, έλατα
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αποθάν’πεθαίνει
ασ’χώρετονασυγχώρητο
αφκάκάτω
βραδήνβράδυ
εγάπ’ςαγάπης
εγκαλιόποαγκαλίτσα
εκάθουμ’νεκαθόμουν
εκανέθενήταν αρκετό/ή, επάρκεσε για κτ ἱκανόω
εκοιμέθενκοιμήθηκε
εμέτραναμετρούσα
εντιδόγαναναντιδονούσαν
ετραγώδ’νεντραγουδούσε
εφών’νενφώναζε
’κάθουμ’νε(εκάθουμ’νε) καθόμουν
μακελλέαςσκαπανιές, τσαπιές μάκελλος/μακέλλῃ (μία + κέλλω=κοψιμο μιάς κατευθυνσης, μιας πλευράς)
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
ολίγονλίγο
ορμίαρυάκια, ρεματιές
πιρνάπρωί, πρωινιάτικα, αύριο
τρυγονίτσα(υποκορ.) το πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
τσ’(ως τση, άρθρο γεν. ενικού) του/της, (ως τσοι, άρθρο αιτ. πληθ.) τις, (ως ερωτημ. τσί;) ποιός;
χωμολέαςτο έντομο μυρμηκολέων χῶμα + λέων
χωραφάκραςοι άκρες, τα όρια του χωραφιού
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
αλατόφυταελατόφυτα, έλατα
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αποθάν’πεθαίνει
ασ’χώρετονασυγχώρητο
αφκάκάτω
βραδήνβράδυ
εγάπ’ςαγάπης
εγκαλιόποαγκαλίτσα
εκάθουμ’νεκαθόμουν
εκανέθενήταν αρκετό/ή, επάρκεσε για κτ ἱκανόω
εκοιμέθενκοιμήθηκε
εμέτραναμετρούσα
εντιδόγαναναντιδονούσαν
ετραγώδ’νεντραγουδούσε
εφών’νενφώναζε
’κάθουμ’νε(εκάθουμ’νε) καθόμουν
μακελλέαςσκαπανιές, τσαπιές μάκελλος/μακέλλῃ (μία + κέλλω=κοψιμο μιάς κατευθυνσης, μιας πλευράς)
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
ολίγονλίγο
ορμίαρυάκια, ρεματιές
πιρνάπρωί, πρωινιάτικα, αύριο
τρυγονίτσα(υποκορ.) το πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
τσ’(ως τση, άρθρο γεν. ενικού) του/της, (ως τσοι, άρθρο αιτ. πληθ.) τις, (ως ερωτημ. τσί;) ποιός;
χωμολέαςτο έντομο μυρμηκολέων χῶμα + λέων
χωραφάκραςοι άκρες, τα όρια του χωραφιού
Σ’ εγκαλιόπο σ’ έναν βραδήν

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost