.
.
Παραδοσιακοί σκοποί της Ματσούκας του Πόντου

Τικ

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Τικ
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Τ’ ομάλια ετσ̌αΐρωσαν,
τα πρόατα μ’ θα βόσκουν
Και -ν- ατά τα στομόχ̌ειλα σ’
μίαν να γυροκλώσκουν

Έβγα οξ̌ωκά ας ελέπω σε
αρ’ έμπα απέσ’ και κλείδα
Η πεθερά σ’ αν ερωτά,
πέ’ ατεν «καν’νάν ’κ’ είδα»

Ας σο ’ρδανί σ’ από ’πάν’ κέσ’,
δι͜αβαίνω, αντιδι͜αβαίνω
’Κι λες ας σο χατίρ’ν εθέ
οξ̌ωκά -ν- ας εβγαίνω

Την καριόλαν ντ’ εποίκετεν,
πουλί μ’, να ετσακούτον
Εσύ τιδέν να μη παθάντς,
άντρας ι-σ’ να ’σκοτούτον
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αντιδι͜αβαίνωξαναπερνώ, πηγαινοέρχομαι
απέσ’μέσα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
ατάαυτά
ατεναυτήν
βόσκουνβοσκάνε
γυροκλώσκουνκλωθογυρίζουν
δι͜αβαίνω(για τόπο) περνώ, διασχίζω, (για χρόνο) περνώ διαβαίνω
έβγα(προστ.) βγες
ελέπωβλέπω
έμπα(προστ.) μπες
εποίκετενκάνατε, φτιάξατε ποιέω-ῶ
ερωτάρωτάει
ετσ̌αΐρωσανχορτάριασαν çayır=λιβάδι
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καν’νάνκανέναν
καριόλανσιδερένιο κρεβάτι λ.ιταλική μεσαιωνική carriola
κέσ’προς τα εκεί, προς το μέρος εκείνο κέσου<κεῖσ’<κεῖσε<ἐκεῖσε
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλείδα(προστ.) κλείδωσε κτ με κλειδαριά, κλείσε
μίανμια φορά
ομάλιαομαλοί δρόμοι, ευθείες, πεδιάδες, ομαλά (επίρρ)
οξ̌ωκάέξω
παθάντςπαθαίνεις
’πάν’(απάν’) πάνω
πέ’(προστ.) πες
πρόαταπρόβατα
’ρδανί(ορδανίν ή δρανίν) φεγγίτη, άνω μέρος στέγης, οριζόντια στέγη σπιτιού
’σκοτούτον(εσκοτούτον) σκοτωνόταν
στομόχ̌ειλατα χείλια του στόματος
τιδέντίποτα
χατίρ’νχάρη, σεβασμός, υπόληψη hatır/ḫāṭir
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αντιδι͜αβαίνωξαναπερνώ, πηγαινοέρχομαι
απέσ’μέσα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
ατάαυτά
ατεναυτήν
βόσκουνβοσκάνε
γυροκλώσκουνκλωθογυρίζουν
δι͜αβαίνω(για τόπο) περνώ, διασχίζω, (για χρόνο) περνώ διαβαίνω
έβγα(προστ.) βγες
ελέπωβλέπω
έμπα(προστ.) μπες
εποίκετενκάνατε, φτιάξατε ποιέω-ῶ
ερωτάρωτάει
ετσ̌αΐρωσανχορτάριασαν çayır=λιβάδι
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καν’νάνκανέναν
καριόλανσιδερένιο κρεβάτι λ.ιταλική μεσαιωνική carriola
κέσ’προς τα εκεί, προς το μέρος εκείνο κέσου<κεῖσ’<κεῖσε<ἐκεῖσε
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλείδα(προστ.) κλείδωσε κτ με κλειδαριά, κλείσε
μίανμια φορά
ομάλιαομαλοί δρόμοι, ευθείες, πεδιάδες, ομαλά (επίρρ)
οξ̌ωκάέξω
παθάντςπαθαίνεις
’πάν’(απάν’) πάνω
πέ’(προστ.) πες
πρόαταπρόβατα
’ρδανί(ορδανίν ή δρανίν) φεγγίτη, άνω μέρος στέγης, οριζόντια στέγη σπιτιού
’σκοτούτον(εσκοτούτον) σκοτωνόταν
στομόχ̌ειλατα χείλια του στόματος
τιδέντίποτα
χατίρ’νχάρη, σεβασμός, υπόληψη hatır/ḫāṭir
Τικ

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost