.
.
Παραδοσιακοί σκοποί της Ματσούκας του Πόντου

Τικ

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Τικ
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Ρίζα μ’, όντες θ’ αποθάνω
γρίβωσον σο κανόνι μ’
Κι όντες θα πάγ’νε, θάφ’νε με,
θ’ απομέντς μαναχόν -ι

Σον Θεόν βαρύν να μη έν’,
κάτ’ θα λέω παιδία
Ο θάνατον ’κι σύρκεται
τσ’ εγάπ’ς αροθυμία

Απόψ’ είδα σε σ’ όνερο μ’,
τρυγόν’, ν’ αηλί τα χάλια μ’
Αρ’ έρθες ασπαρέλωτον
ερρούξες σην εγκάλια μ’
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
αποθάνωπεθαίνω
απομέντςαπομένεις
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αροθυμίανοσταλγία
ασπαρέλωτοναυτό που είναι χωρίς σπαρέλι (γυναικείο στηθόδεσμο), συνεκδ. γυμνόστηθη
γρίβωσον(προστ.) προσκολλήσου, γαντζώσου αγριφώνω<agrafer<grappa
εγάπ’ςαγάπης
εγκάλιααγκαλιά
έν’είναι
έρθεςήρθες
ερρούξεςέπεσες
θάνατονθάνατος
θάφ’νεθάβουν
κανόνιφέρετρο
’κιδεν οὐκί<οὐχί
μαναχόν(έναρθρο) μοναχός, μοναχό, (επίρρ) μόνο/μοναχά
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
όνεροόνειρο
όντεςόταν
πάγ’νεπηγαίνουν, έφυγαν, πάνε
παιδίαπαιδιά
σύρκεταιτραβιέται, αντέχεται
τσ’(ως τση, άρθρο γεν. ενικού) του/της, (ως τσοι, άρθρο αιτ. πληθ.) τις, (ως ερωτημ. τσί;) ποιός;
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
αποθάνωπεθαίνω
απομέντςαπομένεις
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αροθυμίανοσταλγία
ασπαρέλωτοναυτό που είναι χωρίς σπαρέλι (γυναικείο στηθόδεσμο), συνεκδ. γυμνόστηθη
γρίβωσον(προστ.) προσκολλήσου, γαντζώσου αγριφώνω<agrafer<grappa
εγάπ’ςαγάπης
εγκάλιααγκαλιά
έν’είναι
έρθεςήρθες
ερρούξεςέπεσες
θάνατονθάνατος
θάφ’νεθάβουν
κανόνιφέρετρο
’κιδεν οὐκί<οὐχί
μαναχόν(έναρθρο) μοναχός, μοναχό, (επίρρ) μόνο/μοναχά
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
όνεροόνειρο
όντεςόταν
πάγ’νεπηγαίνουν, έφυγαν, πάνε
παιδίαπαιδιά
σύρκεταιτραβιέται, αντέχεται
τσ’(ως τση, άρθρο γεν. ενικού) του/της, (ως τσοι, άρθρο αιτ. πληθ.) τις, (ως ερωτημ. τσί;) ποιός;
Τικ

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost