.
.
Παραδοσιακοί σκοποί της Ματσούκας του Πόντου

Τικ

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Τικ
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Έπαρ’ το καλαθόπο σ’
κι ας πάμε σα χαμούφτας
Εγώ -ν- ας λύνω το σπαρέλ’ σ’
κι εσύ πέ’ «νέπρε, ντ’ ευτάς;»

Επαρακάλ’νεν κι έλεεν
«αφέντα, μη φιλείς με!
Μεθείς και τραωδείς ατο,
σον άντρα μ’ παραδί͜εις με»

Θειΐτσα μ’, το κορτσόπο σ’
και -ν- όλιον η τρανέσσα
Εσταύρωσεν τα χ̌ερόπα τ’ς
και -ν- άμον ορφανέσσα

Εγώ ποπάς ’κι γίνουμαι
σο ιερόν ’κ’ εμπαίνω
Πάω να ψάλλω, τραωδώ,
σ̌ασ̌εύω κι απομένω

Θα αρχινώ τα παλαιά
ντ’ εποίν’να κι απ’ ανάρχης
Ατά Δεσπότ’ς ’κι συγχωρά
και ούτε Πατριάρχης

Έβγα οξ̌ωκά ας ελέπω σε
και -ν- έμπα απέσ’ και κλείδα
Η πεθερά σ’ αν ερωτά,
πέ’ ατεν «καν’νάν ’κ’ είδα»
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
ανάρχηςανέκαθεν ἐν ἀρχῇ
απέσ’μέσα
ατάαυτά
ατεναυτήν
γίνουμαιγίνομαι
έβγα(προστ.) βγες
έλεενέλεγε
ελέπωβλέπω
έμπα(προστ.) μπες
εμπαίνωμπαίνω
έπαρ’(προστ.) πάρε
επαρακάλ’νενπαρακαλούσε
εποίν’ναέκανα, έφτιαχνα ποιέω-ῶ
ερωτάρωτάει
ευτάςκάνεις, φτιάχνεις εὐθειάζω
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καλαθόποκαλαθάκι
καν’νάνκανέναν
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλείδα(προστ.) κλείδωσε κτ με κλειδαριά, κλείσε
κορτσόποκοριτσάκι
μεθείςμεθάς
νέπρεμωρέ, βρε, βρε συ
όλιονόλο, ολόκληρο
οξ̌ωκάέξω
ορφανέσσαορφανή
παραδί͜ειςπαραδίνεις, καταδίδεις
πέ’(προστ.) πες
ποπάςπαπάς
σ̌ασ̌εύωσαστίζω, τα έχω χαμένα şaşmak
σπαρέλ’μέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους spalliera
τρανέσσαμεγάλη
τραωδείςτραγουδάς
τραωδώτραγουδάω
φιλείςφιλάς
χ̌ερόπαχεράκια
χαμούφταςφράουλες
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
ανάρχηςανέκαθεν ἐν ἀρχῇ
απέσ’μέσα
ατάαυτά
ατεναυτήν
γίνουμαιγίνομαι
έβγα(προστ.) βγες
έλεενέλεγε
ελέπωβλέπω
έμπα(προστ.) μπες
εμπαίνωμπαίνω
έπαρ’(προστ.) πάρε
επαρακάλ’νενπαρακαλούσε
εποίν’ναέκανα, έφτιαχνα ποιέω-ῶ
ερωτάρωτάει
ευτάςκάνεις, φτιάχνεις εὐθειάζω
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καλαθόποκαλαθάκι
καν’νάνκανέναν
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλείδα(προστ.) κλείδωσε κτ με κλειδαριά, κλείσε
κορτσόποκοριτσάκι
μεθείςμεθάς
νέπρεμωρέ, βρε, βρε συ
όλιονόλο, ολόκληρο
οξ̌ωκάέξω
ορφανέσσαορφανή
παραδί͜ειςπαραδίνεις, καταδίδεις
πέ’(προστ.) πες
ποπάςπαπάς
σ̌ασ̌εύωσαστίζω, τα έχω χαμένα şaşmak
σπαρέλ’μέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους spalliera
τρανέσσαμεγάλη
τραωδείςτραγουδάς
τραωδώτραγουδάω
φιλείςφιλάς
χ̌ερόπαχεράκια
χαμούφταςφράουλες
Τικ

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost