.
.
Παραδοσιακοί σκοποί της Ματσούκας του Πόντου

Τικ

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Τικ
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Όντες φορείς και -ν- αναλλά͜εις
και πας σην εγκλησίαν
Να ποδεδίζω ντο ευτάς
τη γονατοκλισίαν

Εσύ που σπογγί͜εις την αυλήν
και μετ’ ατά τα κάλλια
Εσέν ’κι πρέπ’ το σπόγγιγμαν,
σ’ εσέν αξίζ’ εγκάλια

Ανάθεμά σας, άλογα,
’γράσετε με σ’ οβάδες
’Ποίκετε με κι ενέσπαλα
τ’ έμορφους τσοι νυφάδες

Θ’ εηβαίνω σα ουράνια
θα δίγω αναφοράδες
Τ’ εμόν την ψ̌ην ο Θεός ’κι παίρ’
θα παίρ’ν’ ατο οι νυφάδες

Εφόρεσεν κι ενέλλαξεν
ση μάνας ατ’ς επέγ’νεν
Εντώκεν κι ετυλίε με,
η πεθερά τ’ς ετέρ’νεν

Πάντα μετ’ εσάς να είμαι!
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αναλλά͜ειςφοράς τα καλά/γιορτινά σου ρούχα
αναφοράδεςαναφορές, καταγγελίες
ατάαυτά
ατ’ςαυτής, της
γονατοκλισίανγονυκλισία
’γράσετε(έγρασετε) φθείρατε, λιώσατε γραίνω (=ροκανίζω, κατατρώγω)
δίγωδίνω
εγκάλιααγκαλιά
εγκλησίανεκκλησία
εηβαίνωβγαίνω, ανεβαίνω πάνω
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έμορφουςόμορφους/ες
ενέλλαξενφόρεσε καλά/γιορτινά ρούχα
ενέσπαλαξέχασα
εντώκενχτύπησε
επέγ’νενπήγαινε, προχωρούσε, έφευγε
ετέρ’νενκοιτούσε
ετυλίετυλίχθηκε
ευτάςκάνεις, φτιάχνεις εὐθειάζω
εφόρεσενφόρεσε ρούχα
κάλλιακάλλη
’κιδεν οὐκί<οὐχί
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
να ποδεδίζωνα χαρώ κπ
νυφάδεςνύφες
οβάδεςπεδιάδες ova
όντεςόταν
παίρ’παίρνω/ει
παίρ’ν’παίρνουν
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
’ποίκετε(εποίκετε) κάνατε, φτιάξατε ποιέω-ῶ
πρέπ’ταιριάζει/ω
σπογγί͜ειςσκουπίζεις
σπόγγιγμανσκούπισμα
τσοιτους/τις
φορείςφοράς
ψ̌ηνψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αναλλά͜ειςφοράς τα καλά/γιορτινά σου ρούχα
αναφοράδεςαναφορές, καταγγελίες
ατάαυτά
ατ’ςαυτής, της
γονατοκλισίανγονυκλισία
’γράσετε(έγρασετε) φθείρατε, λιώσατε γραίνω (=ροκανίζω, κατατρώγω)
δίγωδίνω
εγκάλιααγκαλιά
εγκλησίανεκκλησία
εηβαίνωβγαίνω, ανεβαίνω πάνω
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έμορφουςόμορφους/ες
ενέλλαξενφόρεσε καλά/γιορτινά ρούχα
ενέσπαλαξέχασα
εντώκενχτύπησε
επέγ’νενπήγαινε, προχωρούσε, έφευγε
ετέρ’νενκοιτούσε
ετυλίετυλίχθηκε
ευτάςκάνεις, φτιάχνεις εὐθειάζω
εφόρεσενφόρεσε ρούχα
κάλλιακάλλη
’κιδεν οὐκί<οὐχί
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
να ποδεδίζωνα χαρώ κπ
νυφάδεςνύφες
οβάδεςπεδιάδες ova
όντεςόταν
παίρ’παίρνω/ει
παίρ’ν’παίρνουν
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
’ποίκετε(εποίκετε) κάνατε, φτιάξατε ποιέω-ῶ
πρέπ’ταιριάζει/ω
σπογγί͜ειςσκουπίζεις
σπόγγιγμανσκούπισμα
τσοιτους/τις
φορείςφοράς
ψ̌ηνψυχή
Τικ

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost