.
.
Παραδοσιακοί σκοποί της Ματσούκας του Πόντου

Ατσ̌απάτ’ - Τικ

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Ατσ̌απάτ’ - Τικ
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Yaylanun çimenune
Atlar geçer yol olur
Akar memenun balı
Kucağuma göl olur

Hayde gidelum e kız
Orman olsun evimız
Komar yaprakculari
Olsun kiremidumuz

Onbeş liyim onbeş li
Tokat yolların taşlı
Onbeş liler giderken
Kızların gözü yaşlı

Olayım dolanayim
Seni nerde bulayım
Seni bulduğun yerde
Sarilupta yatayım

♫

Έηβα οξ̌ωκά ας ελέπω σε,
αρ’ έμπα απέσ’ και κλείδα
Αν ερωτά σε η πεθερά σ’
πέ’ ατεν καν’νάν ’κ’ είδα

Ας σο ’ρδανί σ’ από ’πάν’ κέσ’,
δι͜αβαίνω, αντιδι͜αβαίνω
’Κι λες ας σο χατίρ’ν εθέ
οξ̌ωκά -ν- ας εβγαίνω

Όλ’ αγαπούν την έμορφον
τερούνε το χατίρ’ν ατ’ς
Την άσ̌κεμον κανείς ’κι θέλ’,
να τρώγω τον Θεόν ατ’ς
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αντιδι͜αβαίνωξαναπερνώ, πηγαινοέρχομαι
απέσ’μέσα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
άσ̌κεμονάσχημο, κακότροπο
ατεναυτήν
ατ’ςαυτής, της
δι͜αβαίνω(για τόπο) περνώ, διασχίζω, (για χρόνο) περνώ διαβαίνω
έηβα(ιδιωμ.) (προστ.) βγες
ελέπωβλέπω
έμορφονόμορφο
έμπα(προστ.) μπες
ερωτάρωτάει
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καν’νάνκανέναν
κέσ’προς τα εκεί, προς το μέρος εκείνο κέσου<κεῖσ’<κεῖσε<ἐκεῖσε
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλείδα(προστ.) κλείδωσε κτ με κλειδαριά, κλείσε
όλ’όλοι/α
οξ̌ωκάέξω
’πάν’(απάν’) πάνω
πέ’(προστ.) πες
’ρδανί(ορδανίν ή δρανίν) φεγγίτη, άνω μέρος στέγης, οριζόντια στέγη σπιτιού
τερούνεκοιτούν
χατίρ’νχάρη, σεβασμός, υπόληψη hatır/ḫāṭir
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αντιδι͜αβαίνωξαναπερνώ, πηγαινοέρχομαι
απέσ’μέσα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
άσ̌κεμονάσχημο, κακότροπο
ατεναυτήν
ατ’ςαυτής, της
δι͜αβαίνω(για τόπο) περνώ, διασχίζω, (για χρόνο) περνώ διαβαίνω
έηβα(ιδιωμ.) (προστ.) βγες
ελέπωβλέπω
έμορφονόμορφο
έμπα(προστ.) μπες
ερωτάρωτάει
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καν’νάνκανέναν
κέσ’προς τα εκεί, προς το μέρος εκείνο κέσου<κεῖσ’<κεῖσε<ἐκεῖσε
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλείδα(προστ.) κλείδωσε κτ με κλειδαριά, κλείσε
όλ’όλοι/α
οξ̌ωκάέξω
’πάν’(απάν’) πάνω
πέ’(προστ.) πες
’ρδανί(ορδανίν ή δρανίν) φεγγίτη, άνω μέρος στέγης, οριζόντια στέγη σπιτιού
τερούνεκοιτούν
χατίρ’νχάρη, σεβασμός, υπόληψη hatır/ḫāṭir
Ατσ̌απάτ’ - Τικ

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost