.
.
Παραδοσιακοί σκοποί της Ματσούκας του Πόντου

Τικ

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Τικ
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Γουρπάνι σ’, ποδεδίζω σε
ξαν/αρ’ Σαμψωράς¹ οξόπον
Τυλίουμαι σα μεσόπα σ’,
σου πλεκαδί’ σ’ τον τόπον

Αδά σον κόσμον αγαπώ
είναν Θεόν κι εσέναν
Αν θέλτς άμε άνοιξον χαρτίν
κι έβγαλ’ τ’ εμόν το ψέμαν

Αν αποθάνω, νε πουλί μ’,
γρίβωσον σο κανόνι μ’
Παίρ’νε και πάγ’νε θάφ’νε με
απομέντς μαναχόν -ι

Θ’ αποθάνω ψεματικά,
θα τερώ, πολλά κλαις με;
Τα μυστικά ντο είπα σε
θα τερώ, όλια λες με;
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αδάεδώ
άμε(προστ.) σύρε, πήγαινε
άνοιξον(προστ.) άνοιξε
αποθάνωπεθαίνω
απομέντςαπομένεις
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
γουρπάνιθυσία kurban/ḳurbān
γρίβωσον(προστ.) προσκολλήσου, γαντζώσου αγριφώνω<agrafer<grappa
έβγαλ’(προστ.) βγάλε
είνανέναν, μία
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
θάφ’νεθάβουν
θέλτςθέλεις
κανόνιφέρετρο
μαναχόν(έναρθρο) μοναχός, μοναχό, (επίρρ) μόνο/μοναχά
μεσόπαμεσούλα
ξανπάλι, ξανά
όλιαόλα
οξόπονοξιά
πάγ’νεπηγαίνουν, έφυγαν, πάνε
παίρ’νεπαίρνουν
πλεκαδί’(γεν.) στενή μακρά υφαντή ζώνη γυναικών
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω σενα σε χαρώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
τερώκοιτώ
τυλίουμαιτυλίγομαι
ψεματικάψεύτικα, στα ψέματα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αδάεδώ
άμε(προστ.) σύρε, πήγαινε
άνοιξον(προστ.) άνοιξε
αποθάνωπεθαίνω
απομέντςαπομένεις
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
γουρπάνιθυσία kurban/ḳurbān
γρίβωσον(προστ.) προσκολλήσου, γαντζώσου αγριφώνω<agrafer<grappa
έβγαλ’(προστ.) βγάλε
είνανέναν, μία
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
θάφ’νεθάβουν
θέλτςθέλεις
κανόνιφέρετρο
μαναχόν(έναρθρο) μοναχός, μοναχό, (επίρρ) μόνο/μοναχά
μεσόπαμεσούλα
ξανπάλι, ξανά
όλιαόλα
οξόπονοξιά
πάγ’νεπηγαίνουν, έφυγαν, πάνε
παίρ’νεπαίρνουν
πλεκαδί’(γεν.) στενή μακρά υφαντή ζώνη γυναικών
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω σενα σε χαρώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
τερώκοιτώ
τυλίουμαιτυλίγομαι
ψεματικάψεύτικα, στα ψέματα
Τικ
Σημειώσεις
¹ Δάσος από έλατα και οξυές κατά μήκος του δρόμου στην περιοχή του χωριού Τσιαχαράντων της Ματσούκας

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost