.
.
Παραδοσιακοί σκοποί της Ματσούκας του Πόντου

Τικ

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Τικ
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Εμέν Στοφόρε λέγ’νε με
και -ν- ας σοι Στοφοράντας
Τα γόνατα μ’ επόνεσαν/εξεράθαν
ση χώρας τα χαράντας

Ας σο ’ρδανί σ’ από ’πάν’ κέσ’
δι͜αβαίνω, αντιδι͜αβαίνω
’Κι λες ας σο χατίρ’ν εθε,
οξ̌ωκά ας εβγαίνω

Τρυγόνα μ’, σ’ οσπίτι σ’ έρθα
η πόρτα σ’ κλειδωμένον
Το κατωθύρ’ εφίλεσα,
εκλώστα οπίσ’ κλαιμένον

Πουλί μ’, την πόρτα σ’ μ’ ασπαλείς
και την σύρτεν μη σύρεις
[Και -ν-] Ας σ’ άγρι͜α τα μεσάνυχτα
ανάμ’νον το γεσίρι σ’
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
ανάμ’νονπερίμενε
αντιδι͜αβαίνωξαναπερνώ, πηγαινοέρχομαι
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
ασπαλείςσφαλίζεις κτ, κλείνεις κτ εντελώς/πολύ καλά
γεσίρικυριολ. αιχμάλωτος μτφ. ταλαιπώρος, αυτός που έχει υποστεί κακουχίες esir
δι͜αβαίνω(για τόπο) περνώ, διασχίζω, (για χρόνο) περνώ διαβαίνω
εθετου/της
εκλώσταγύρισα, επέστρεψα
εξεράθανξεράθηκαν
έρθαήρθα
εφίλεσαφίλησα
κατωθύρ’κατώφλι, η παράπλευρη και κάτω ξύλινη δοκός της πόρτας, ο πρόδρομος
κέσ’προς τα εκεί, προς το μέρος εκείνο κέσου<κεῖσ’<κεῖσε<ἐκεῖσε
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλαιμένονκλαμένο/η
λέγ’νελένε
οξ̌ωκάέξω
οπίσ’πίσω
οσπίτισπίτι hospitium<hospes
’πάν’(απάν’) πάνω
’ρδανί(ορδανίν ή δρανίν) φεγγίτη, άνω μέρος στέγης, οριζόντια στέγη σπιτιού
σοιστους/στις, τους/τις
σύρειςσέρνεις, τραβάς, ρίχνεις
σύρτεν(η) σύρτης, (προστ.) (β’ πληθ.) σύρετε, τραβήξτε, ρίξτε
τρυγόνατο πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
χαράνταςχαρές, γάμοι
χατίρ’νχάρη, σεβασμός, υπόληψη hatır/ḫāṭir
χώραςξένος/η/ο/οι γενικά, οι/το/τα μη οικείο/α, ξενιτειάς
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
ανάμ’νονπερίμενε
αντιδι͜αβαίνωξαναπερνώ, πηγαινοέρχομαι
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
ασπαλείςσφαλίζεις κτ, κλείνεις κτ εντελώς/πολύ καλά
γεσίρικυριολ. αιχμάλωτος μτφ. ταλαιπώρος, αυτός που έχει υποστεί κακουχίες esir
δι͜αβαίνω(για τόπο) περνώ, διασχίζω, (για χρόνο) περνώ διαβαίνω
εθετου/της
εκλώσταγύρισα, επέστρεψα
εξεράθανξεράθηκαν
έρθαήρθα
εφίλεσαφίλησα
κατωθύρ’κατώφλι, η παράπλευρη και κάτω ξύλινη δοκός της πόρτας, ο πρόδρομος
κέσ’προς τα εκεί, προς το μέρος εκείνο κέσου<κεῖσ’<κεῖσε<ἐκεῖσε
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλαιμένονκλαμένο/η
λέγ’νελένε
οξ̌ωκάέξω
οπίσ’πίσω
οσπίτισπίτι hospitium<hospes
’πάν’(απάν’) πάνω
’ρδανί(ορδανίν ή δρανίν) φεγγίτη, άνω μέρος στέγης, οριζόντια στέγη σπιτιού
σοιστους/στις, τους/τις
σύρειςσέρνεις, τραβάς, ρίχνεις
σύρτεν(η) σύρτης, (προστ.) (β’ πληθ.) σύρετε, τραβήξτε, ρίξτε
τρυγόνατο πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
χαράνταςχαρές, γάμοι
χατίρ’νχάρη, σεβασμός, υπόληψη hatır/ḫāṭir
χώραςξένος/η/ο/οι γενικά, οι/το/τα μη οικείο/α, ξενιτειάς
Τικ

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost