.
.
Παραδοσιακοί σκοποί της Ματσούκας του Πόντου

Τικ

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Τικ
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Τ’ ομμάτι͜α τ’ς κατακέφαλα,
ο νους ατ’ς σον κλεψίον
Πόσα καρδίας έκαψεν
χ̌ιλίων νοματίων

Ατό το σπαρελόπο σου
ντό πολλά κοκκινίζει!
Κλώσον ατο τ’ απάν’ τ’ αφκά
την καρδι͜ά μ’ τυρα̤ννίζει

Αφκά σο σπαρελόπο σου
ντό είναι τα πουλόπα;
Ατά επαρεπείνασαν
και θέλ’νε θρυμμουλόπα

Ελύν’νεν το σπαρέλ’ν εθε,
έλεεν «λίου - λίου»
Ο πρόσωπον εφώταζεν
αρ’ άμον του ηλίου

Απόψ’ είδα σε σ’ όνερο μ’,
τρυγόν’, ν’ αηλί τα χάλια μ’
Αρ’ έρθες ασπαρέλωτον
ερρούξες σην εγκάλια μ’

Απόψ’ είδα σε σ’ όνερο μ’,
τρυγόν’, όντες ’κοιμούμ’νε
Εγώ εσέν, εσύ εμέν
πασ̌κείμ’ ’κι αροθυμούμε;
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απάν’πάνω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αροθυμούμενοσταλγούμε
ασπαρέλωτοναυτό που είναι χωρίς σπαρέλι (γυναικείο στηθόδεσμο), συνεκδ. γυμνόστηθη
ατάαυτά
ατ’ςαυτής, της
αφκάκάτω
εγκάλιααγκαλιά
εθετου/της
έλεενέλεγε
ελύν’νενέλυνε, ξέδενε
επαρεπείνασανπαραπείνασαν
έρθεςήρθες
ερρούξεςέπεσες
εφώταζενφώτιζε, έλαμπε
θέλ’νεθέλουν
θρυμμουλόπαψιχουλάκια
καρδίας(τη, γεν.) καρδιάς, (τα, ονομ. πληθ.) καρδιές
κατακέφαλαπρος τα κάτω
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλεψίονκλοπή, κλέψιμο
κλώσον(προστ.) γύρισε, στρέψε
’κοιμούμ’νε(εκοιμούμ’νε) κοιμόμουν
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
νοματίωνανθρώπων, ατόμων ὀνόματοι
ομμάτι͜αμάτια
όνεροόνειρο
όντεςόταν
πασ̌κείμ’μήπως, μήπως (και) πᾶς καί ἔνι
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
πουλόπαπουλάκια
σπαρέλ’νμέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους spalliera
σπαρελόπομέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους spalliera
τυρα̤ννίζειτυραννάει, ταλαιπωρεί
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απάν’πάνω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αροθυμούμενοσταλγούμε
ασπαρέλωτοναυτό που είναι χωρίς σπαρέλι (γυναικείο στηθόδεσμο), συνεκδ. γυμνόστηθη
ατάαυτά
ατ’ςαυτής, της
αφκάκάτω
εγκάλιααγκαλιά
εθετου/της
έλεενέλεγε
ελύν’νενέλυνε, ξέδενε
επαρεπείνασανπαραπείνασαν
έρθεςήρθες
ερρούξεςέπεσες
εφώταζενφώτιζε, έλαμπε
θέλ’νεθέλουν
θρυμμουλόπαψιχουλάκια
καρδίας(τη, γεν.) καρδιάς, (τα, ονομ. πληθ.) καρδιές
κατακέφαλαπρος τα κάτω
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλεψίονκλοπή, κλέψιμο
κλώσον(προστ.) γύρισε, στρέψε
’κοιμούμ’νε(εκοιμούμ’νε) κοιμόμουν
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
νοματίωνανθρώπων, ατόμων ὀνόματοι
ομμάτι͜αμάτια
όνεροόνειρο
όντεςόταν
πασ̌κείμ’μήπως, μήπως (και) πᾶς καί ἔνι
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
πουλόπαπουλάκια
σπαρέλ’νμέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους spalliera
σπαρελόπομέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους spalliera
τυρα̤ννίζειτυραννάει, ταλαιπωρεί
Τικ

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost