.
.
Παραδοσιακοί σκοποί της Ματσούκας του Πόντου

Επιτραπέζιο

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Επιτραπέζιο
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Χ̌έρα μ’, το μαύρον το λετσ̌έκ’ σ’
ξαν ντ’ έμορφα -ν- ιεύ’ σε!
Έβγα οξ̌ωκά ας ελέπω σε
τ’ ομμάτι μ’ αραεύ’ σε

Η χ̌έρα εξέβεν οξ̌ωκά,
κουΐζ’ την πεθεράν ατ’ς
Εθαρρείς κάτ’ς εγρίβωσεν
και με το ζόρ’ απάν’ ατ’ς

Όντες φορείς και αναλλά͜εις
και πας σην εγκλησίαν
Να ποδεδίζω ντο ευτάς
την γονατοκλισίαν

Όντες πας σην εγκλησίαν
ξαν, κλώστ’, τέρεν τα ταφία
Σον κόσμον έν’ και θάνατος
μη καί͜εις τα ξένα ψ̌ήα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αναλλά͜ειςφοράς τα καλά/γιορτινά σου ρούχα
απάν’πάνω
αραεύ’ψάχνω/ει, αναζητώ/άει, γυρεύω/ει aramak
ατ’ςαυτής, της
γονατοκλισίανγονυκλισία
έβγα(προστ.) βγες
εγκλησίανεκκλησία
εγρίβωσενπροσκολλήθηκε, γαντζώθηκε αγριφώνω<agrafer<grappa
εθαρρείςθαρρείς, νομίζεις, υποθέτεις
ελέπωβλέπω
έμορφαόμορφα
έν’είναι
εξέβενβγήκε, ανέβηκε
ευτάςκάνεις, φτιάχνεις εὐθειάζω
ζόρ’ζόρι zor/zūr
ιεύ’ταιριάζει uymak
κάτ’ςκάποιος/α
κλώστ’(προστ.) γύρνα/γύρισε, επέστρεψε
λετσ̌έκ’γυναικείο μαντίλι που χρησίμευε ως κάλυμμα κεφαλής δεμένο σε σχήμα τριγώνου leçek<laçak
να ποδεδίζωνα χαρώ κπ
ξανπάλι, ξανά
ομμάτιμάτι ὀμμάτιον
όντεςόταν
οξ̌ωκάέξω
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ταφίατάφοι, το νεκροταφείο
τέρεν(προστ.) κοίταξε
φορείςφοράς
χ̌έραχήρα
ψ̌ήαψυχές, η περιοχή του στέρνου, τα εσώψυχα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αναλλά͜ειςφοράς τα καλά/γιορτινά σου ρούχα
απάν’πάνω
αραεύ’ψάχνω/ει, αναζητώ/άει, γυρεύω/ει aramak
ατ’ςαυτής, της
γονατοκλισίανγονυκλισία
έβγα(προστ.) βγες
εγκλησίανεκκλησία
εγρίβωσενπροσκολλήθηκε, γαντζώθηκε αγριφώνω<agrafer<grappa
εθαρρείςθαρρείς, νομίζεις, υποθέτεις
ελέπωβλέπω
έμορφαόμορφα
έν’είναι
εξέβενβγήκε, ανέβηκε
ευτάςκάνεις, φτιάχνεις εὐθειάζω
ζόρ’ζόρι zor/zūr
ιεύ’ταιριάζει uymak
κάτ’ςκάποιος/α
κλώστ’(προστ.) γύρνα/γύρισε, επέστρεψε
λετσ̌έκ’γυναικείο μαντίλι που χρησίμευε ως κάλυμμα κεφαλής δεμένο σε σχήμα τριγώνου leçek<laçak
να ποδεδίζωνα χαρώ κπ
ξανπάλι, ξανά
ομμάτιμάτι ὀμμάτιον
όντεςόταν
οξ̌ωκάέξω
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ταφίατάφοι, το νεκροταφείο
τέρεν(προστ.) κοίταξε
φορείςφοράς
χ̌έραχήρα
ψ̌ήαψυχές, η περιοχή του στέρνου, τα εσώψυχα
Επιτραπέζιο

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost