.
.
Παραδοσιακοί σκοποί της Ματσούκας του Πόντου

Ομάλ’ ή Μακρύν

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Ομάλ’ ή Μακρύν
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Παίζω χ̌ειλιαύριν Ματσουκαίτ’κον, του βουνού, του δάσους, της ερημίας, της χαράδρας. Το φλιβερόν τραγούδ’ «Ομάλ’ καϊτέν», σα αντίλαλα εκεί που ακούεται και το σιλίκ’ όπως φυσά, πάει πολλά μακρά.

Ο ήλιον μαραίν’ μάραντα
και παλαλά χολχόνι͜α
Η ζωή πα αΐκον έν’
τελείντανε τα χρόνι͜α

Τον άλλον χρόνον, ατό το ξερόν χορτάρ’ έν’ άμον εμέναν και τραωδεί και λέει:

Γουρπάνι σ’ ασπροτσ̌ίτσ̌ακον,
μαρτέσ̌’ και απριλέσ̌’
Εσύ χ̌αίρεσαι τον καιρό σ’,
για τ’ εμέν ’δέν ’κι λες;

Έν’ ανάμεσα σα λουλούδια του Μαρτιού, του πέραν της χρονιάς. Μετά τσακούται ας σην ρίζαν και αποκουμπίζ’ σο δέντρον και λέγ’νε:

Ν’ αηλί εμέν π’ εγέρασα
σα δέντρα επεκούμπ’σα
Ατά πα ελυπέθανε
τα φύλλα τουν ερρούξαν

Περί ζωής και θανάτου μελέτη γίνεται, χωρίς να ’βρήκ’ς άκραν. Η ζωή ατόσον έν’, πολλά ολίγον! Δεν ξέρομεν πόσον. Ημπορεί να έν’ και έναν λεπτόν ση φύσην.
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
αΐκοντέτοιο/α
άκρανάκρη, αρχή
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απριλέσ̌’απριλιάτικο
ας σηναπ’ την ασό σην (από την)
ασπροτσ̌ίτσ̌ακονλευκό άνθος άσπρο + çiçek
ατάαυτά
ατόσοντόσο
’βρήκ’ς(ευρήκ’ς) βρίσκεις
γουρπάνιθυσία kurban/ḳurbān
’δέντίποτα
εγέρασαγέρασα
ελυπέθανελυπήθηκαν
έν’είναι
επεκούμπ’σαακούμπησα, στηρίχθηκα
ερημίαςερημιές
ερρούξανέπεσαν
ημπορείμπορεί, ίσως
καϊτένμελωδία, μουσική σύνθεση, μουσικός σκοπός kayde
’κιδεν οὐκί<οὐχί
λέγ’νελένε
μακρά(επιρρ.) μακριά, (επιθ.) μακρινά, απομακρυσμένα
μαρτέσ̌’μαρτιάτικο
μετά(με αιτιατική) συνοδεία, μαζί με
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
ολίγονλίγο
ομάλ’ομαλό, ευθεία, πεδιάδα, ονομασία ποντιακού χορού
παπάλι, επίσης, ακόμα
παλαλάτρελά, τρέλες
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
σιλίκ’ανεπαίσθητος αέρας, αύρα του βουνού silik
τελείντανε(αμτβ.) τελειώνουν, εξαντλούνται, μτφ. πεθαίνουν
τουντους
τραωδείτραγουδάει
τσακούταισπάει
φλιβερόνθλιβερό
χολχόνι͜αχόρτα του δάσους
χορτάρ’χορτάρι
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
αΐκοντέτοιο/α
άκρανάκρη, αρχή
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απριλέσ̌’απριλιάτικο
ας σηναπ’ την ασό σην (από την)
ασπροτσ̌ίτσ̌ακονλευκό άνθος άσπρο + çiçek
ατάαυτά
ατόσοντόσο
’βρήκ’ς(ευρήκ’ς) βρίσκεις
γουρπάνιθυσία kurban/ḳurbān
’δέντίποτα
εγέρασαγέρασα
ελυπέθανελυπήθηκαν
έν’είναι
επεκούμπ’σαακούμπησα, στηρίχθηκα
ερημίαςερημιές
ερρούξανέπεσαν
ημπορείμπορεί, ίσως
καϊτένμελωδία, μουσική σύνθεση, μουσικός σκοπός kayde
’κιδεν οὐκί<οὐχί
λέγ’νελένε
μακρά(επιρρ.) μακριά, (επιθ.) μακρινά, απομακρυσμένα
μαρτέσ̌’μαρτιάτικο
μετά(με αιτιατική) συνοδεία, μαζί με
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
ολίγονλίγο
ομάλ’ομαλό, ευθεία, πεδιάδα, ονομασία ποντιακού χορού
παπάλι, επίσης, ακόμα
παλαλάτρελά, τρέλες
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
σιλίκ’ανεπαίσθητος αέρας, αύρα του βουνού silik
τελείντανε(αμτβ.) τελειώνουν, εξαντλούνται, μτφ. πεθαίνουν
τουντους
τραωδείτραγουδάει
τσακούταισπάει
φλιβερόνθλιβερό
χολχόνι͜αχόρτα του δάσους
χορτάρ’χορτάρι
Ομάλ’ ή Μακρύν

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost