.
.
Μουσικές Αναδρομές του Πόντου

Αγρανεμία ’φύσεσεν

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Αγρανεμία ’φύσεσεν
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Αγρανεμία ’φύσεσεν,
το σ̌ελέκ’ν ατ’ς ερρούξεν
Έσπιγξα κι εγκαλι͜άστα ’τεν,
την μάναν ατ’ς εκούξεν

Άγρο̤ν και ανημέρωτον
έν’ το κορίτσι σ’, θεία
Πέ’ ατ’ ας έρ’ται μετ’ εμέν,
πασ̌κείμ’ ντ’ έν’ αμαρτία;

Αγροίκιστος η μάνα σου
κι άλλο πολλά ο κύρη σ’
Έγκανε σε ατού σο χάλ’
και τερούν το σεΐρι σ’

Αδά κανείς ’κ’ ευρίεται
να έρ’ται παρηγορά με
Θα πάω ακοινώνιστος,
Θεόν να συγχωρά με
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άγρο̤νάγριο
αγροίκιστοςασύνετος, αγροίκος, τραχύς στους τρόπους
αδάεδώ
ανημέρωτονμη εξημερωμένο
ατούεκεί (σε τόπο ή σημείο που βρίσκεται σε κάποιο απόσταση)
ατ’ςαυτής, της
εγκαλι͜άστααγκάλιασα
έγκανεέφεραν
εκούξενφώναξε, λάλησε, κάλεσε κπ ονομαστικά
έν’είναι
ερρούξενέπεσε
έρ’ταιέρχεται
έσπιγξαέσφιξα
ευρίεταιβρίσκεται
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κι άλλο πολλάπερισσότερο, παραπάνω
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
πασ̌κείμ’μήπως, μήπως (και) πᾶς καί ἔνι
πέ’(προστ.) πες
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
σεΐριθέαμα πρόσφορο για διασκέδαση (μτφ. τερώ σεΐρ: κοιτώ κτ διασκεδάζοντας, παραμένοντας αμέτοχος) seyir/seyr
σ̌ελέκ’νφορτίο ξύλων ή χόρτων που φέρεται στη ράχη ανθρώπου şelek<շալակ (shalag)=πλάτη, ράχη, μτφ. φορτίο
’τεναυτήν
τερούνκοιτούν
’φύσεσεν(εφύσεσεν) φύσηξε
χάλ’χάλι, κατάντια hal/ḥall
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άγρο̤νάγριο
αγροίκιστοςασύνετος, αγροίκος, τραχύς στους τρόπους
αδάεδώ
ανημέρωτονμη εξημερωμένο
ατούεκεί (σε τόπο ή σημείο που βρίσκεται σε κάποιο απόσταση)
ατ’ςαυτής, της
εγκαλι͜άστααγκάλιασα
έγκανεέφεραν
εκούξενφώναξε, λάλησε, κάλεσε κπ ονομαστικά
έν’είναι
ερρούξενέπεσε
έρ’ταιέρχεται
έσπιγξαέσφιξα
ευρίεταιβρίσκεται
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κι άλλο πολλάπερισσότερο, παραπάνω
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
πασ̌κείμ’μήπως, μήπως (και) πᾶς καί ἔνι
πέ’(προστ.) πες
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
σεΐριθέαμα πρόσφορο για διασκέδαση (μτφ. τερώ σεΐρ: κοιτώ κτ διασκεδάζοντας, παραμένοντας αμέτοχος) seyir/seyr
σ̌ελέκ’νφορτίο ξύλων ή χόρτων που φέρεται στη ράχη ανθρώπου şelek<շալակ (shalag)=πλάτη, ράχη, μτφ. φορτίο
’τεναυτήν
τερούνκοιτούν
’φύσεσεν(εφύσεσεν) φύσηξε
χάλ’χάλι, κατάντια hal/ḥall
Αγρανεμία ’φύσεσεν

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost