.
.
Εμείς οι Πόντιοι

Το μέλ’ ας σα φιλέματα σ’

Το μέλ’ ας σα φιλέματα σ’
fullscreen
Το μέλ’ ας σα φιλέματα σ’
ας τραγωδεί -ν- η λύρα
Ευτάει καϊτέν μελίγλυκον
κι ας ση χ̌ειλί’ σ’ τη μύραν

Έγκα σε άνθι͜α παρχαρί’
κι εγάπ’ ας σην καρδίαν
Σίτι͜α κρατείς, σίτι͜α μυρί͜εις,
μεθύ͜εις τη γειτονίαν

Εγώ παρχαροπούλ’ είμαι
σα χαμελά ψυχούμαι
Ποίσον το χ̌έρι σ’ μαξιλάρ’
να κείμαι και κοιμούμαι

Αούτ’ ο κόσμον ντ’ άγνον έν’;
όθεν πάω απαντώ σε -ν-
Να έσ’νε, πουλί μ’, μανουσ̌άκ’
σο χ̌έρι μ’ να κρατώ σε
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άγνοναλλόκοτο/η, περίεργο/η, σπουδαίο/α, αξιοθαύμαστο/η ἀγνώς (άγνωστος)<ἀ- + γιγνώσκω
άνθι͜αάνθη
αούτ’αυτός/ή/ό/ά
απαντώσυναντώ, προϋπαντώ, αποκρίνομαι
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
ας σηναπ’ την ασό σην (από την)
εγάπ’αγάπη
έγκαέφερα
έν’είναι
έσ’νεήσουν
ευτάεικάνει, φτιάχνει εὐθειάζω
καϊτένμελωδία, μουσική σύνθεση, μουσικός σκοπός kayde
κείμαικείτομαι, ξαπλώνω
κοιμούμαικοιμάμαι
κρατείςκρατάς
μανουσ̌άκ’μενεξές/βιολέτα մանուշակ (manušak)<manafšak
μεθύ͜ειςμεθάς
μέλ’μέλι
μύρανοσμή, μυρωδιά
μυρί͜ειςμυρίζεις, αναδύεις μυρωδιά
ντ’ άγνοντι περίεργο; τι αλλόκοτο; τι αξιοθαύμαστο;
όθενόπου, οπουδήποτε, σε όποιον
παρχαρί’θερινού βοσκότοπου (παρχαριού)
παρχαροπούλ’πουλί του παρχαριού (ορεινός τόπος θερινής βοσκής)
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
σίτι͜ακαθώς, ενώ σόταν<εις όταν
τραγωδείτραγουδάει
φιλέματαφιλιά
χ̌ειλί’χειλιού
χαμελάχαμηλά
ψυχούμαιαρρωσταίνω, με πιάνει ελονοσία (ψύχον)
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άγνοναλλόκοτο/η, περίεργο/η, σπουδαίο/α, αξιοθαύμαστο/η ἀγνώς (άγνωστος)<ἀ- + γιγνώσκω
άνθι͜αάνθη
αούτ’αυτός/ή/ό/ά
απαντώσυναντώ, προϋπαντώ, αποκρίνομαι
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
ας σηναπ’ την ασό σην (από την)
εγάπ’αγάπη
έγκαέφερα
έν’είναι
έσ’νεήσουν
ευτάεικάνει, φτιάχνει εὐθειάζω
καϊτένμελωδία, μουσική σύνθεση, μουσικός σκοπός kayde
κείμαικείτομαι, ξαπλώνω
κοιμούμαικοιμάμαι
κρατείςκρατάς
μανουσ̌άκ’μενεξές/βιολέτα մանուշակ (manušak)<manafšak
μεθύ͜ειςμεθάς
μέλ’μέλι
μύρανοσμή, μυρωδιά
μυρί͜ειςμυρίζεις, αναδύεις μυρωδιά
ντ’ άγνοντι περίεργο; τι αλλόκοτο; τι αξιοθαύμαστο;
όθενόπου, οπουδήποτε, σε όποιον
παρχαρί’θερινού βοσκότοπου (παρχαριού)
παρχαροπούλ’πουλί του παρχαριού (ορεινός τόπος θερινής βοσκής)
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
σίτι͜ακαθώς, ενώ σόταν<εις όταν
τραγωδείτραγουδάει
φιλέματαφιλιά
χ̌ειλί’χειλιού
χαμελάχαμηλά
ψυχούμαιαρρωσταίνω, με πιάνει ελονοσία (ψύχον)
Το μέλ’ ας σα φιλέματα σ’

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost