.
.
Τραπεζούντα, ρίζα μ’

Συντέκ’σσα Ματσουκάτ’σσα

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Συντέκ’σσα Ματσουκάτ’σσα
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Το σ̌ελεκόπο μ’ έν’ βαρύν
και σην καγιάν εκάτσα
Εχόλα̤στα ας σοι Κρωμέτ’ς,
θα παίρω Ματσουκάτ’σσα

Συντέκ’σσα Ματσουκάτ’σσα,
τα ψ̌όπα σ’ εχ̌ι͜ονάτ’σαν
Έπαρ’ τα κι άμε δέβα πλάν,
τ’ ομμάτα̤ μ’ ετσινάκ’σαν

Τη Ματσούκας τα χώματα,
είναι βαρυτοπίας
Συντέκ’σσα μ’, έλα μετ’ εμέν,
ποίσον την ανθρωπία σ’

Πατώ και βολίζω,
θάνατον ’κι νουνίζω
Και για τ’ εσέν, μικρόν αρνί μ’,
εγώ θα κοινωνίζω
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άμε(προστ.) σύρε, πήγαινε
ανθρωπίαανθρωπιά
βαρυτοπίαςεύφορες γαίες
βολίζωβουλιάζω, βυθίζομαι
δέβα(προστ.) πήγαινε
εκάτσακάθισα
έν’είναι
έπαρ’(προστ.) πάρε
ετσινάκ’σανέβγαλαν σπίθες, σπινθηροβόλισαν, μτφ. λαμποκόπησαν
εχ̌ι͜ονάτ’σανάσπρισαν (σαν το χιόνι), έλαμψαν από καθαρότητα
θάνατονθάνατος
καγιάνβραχώδη τόπο kaya
’κιδεν οὐκί<οὐχί
Ματσουκάτ’σσααυτή που είναι από τη Ματσούκα
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
νουνίζωσκέφτομαι
ομμάτα̤μάτια
παίρωπαίρνω
πλάνπλάι, πλαϊνό/ παρακείμενο μέρος, παραπέρα
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
σ̌ελεκόπο(υποκορ.) φορτίο ξύλων ή χόρτων που φέρεται στη ράχη ανθρώπου şelek<շալակ (shalag)=πλάτη, ράχη, μτφ. φορτίο + -όπον
σοιστους/στις, τους/τις
συντέκ’σσαη ανάδοχος σε σχέση με τους γονείς του παιδιού συν+τέκνον
ψ̌όπαψυχούλες
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άμε(προστ.) σύρε, πήγαινε
ανθρωπίαανθρωπιά
βαρυτοπίαςεύφορες γαίες
βολίζωβουλιάζω, βυθίζομαι
δέβα(προστ.) πήγαινε
εκάτσακάθισα
έν’είναι
έπαρ’(προστ.) πάρε
ετσινάκ’σανέβγαλαν σπίθες, σπινθηροβόλισαν, μτφ. λαμποκόπησαν
εχ̌ι͜ονάτ’σανάσπρισαν (σαν το χιόνι), έλαμψαν από καθαρότητα
θάνατονθάνατος
καγιάνβραχώδη τόπο kaya
’κιδεν οὐκί<οὐχί
Ματσουκάτ’σσααυτή που είναι από τη Ματσούκα
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
νουνίζωσκέφτομαι
ομμάτα̤μάτια
παίρωπαίρνω
πλάνπλάι, πλαϊνό/ παρακείμενο μέρος, παραπέρα
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
σ̌ελεκόπο(υποκορ.) φορτίο ξύλων ή χόρτων που φέρεται στη ράχη ανθρώπου şelek<շալակ (shalag)=πλάτη, ράχη, μτφ. φορτίο + -όπον
σοιστους/στις, τους/τις
συντέκ’σσαη ανάδοχος σε σχέση με τους γονείς του παιδιού συν+τέκνον
ψ̌όπαψυχούλες
Συντέκ’σσα Ματσουκάτ’σσα
Σημειώσεις
¹ Ακούγεται εκ παραδρομής να τραγουδάει «βαρυκοπίας»

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost