.
.
Το παρόν του Πόντου

Κορώνα σίτι͜α επέτανεν

Κορώνα σίτι͜α επέτανεν
fullscreen
Τα παπουτσ̌όπα μ’ έγρασα,
πουλί μ’, σ’ εσόν τον δρόμον
Όχι για τ’ εμέν μαναχόν
και για τ’ εσέν και μόνον

Πουλί μ’, η εμορφάδα σου
και με το περισσόν -ι
Η ασπροκοκκινάδα σου
εδέβεν το χρυσόν -ι

Ξ̌ι, ξ̌ι, ξ̌ι, ξ̌ι τα κοσσάρας
χάι, χάι τα πετεινάρα̤
Λένε με «σούκ’ και δέβα πλάν»
και σα πετεινολάλα̤

Εμέν κι εσέν την έμορφο
σ’ έναν οτάν να ’βάλλ’ναν
Να κλείδωναν και τα πόρτας,
τα κλειδία να εχάν’ναν

Κορώνα σίτ’ επέτανεν
εκόπεν το φτερόν ατ’ς
Κόρη, για πέει τη μάνα σου
ας κρατεί το ξερόν ατ’ς

Ξ̌ι, ξ̌ι, ξ̌ι, ξ̌ι για πέταξον
και κόνεψον σ’ ωμία μ’
Γιαβρίκα μ’, τ’ αναστέναγμα σ’
έφαεν την καρδία μ’
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
ατ’ςαυτής, της
’βάλλ’νανέβαζαν
γιαβρίκα(υποκορ.) μωρό, μικρό, παιδί yavru
δέβα(προστ.) πήγαινε
έγρασαέφθαρα, έλιωσα γράνω/γραίνω (=ροκανίζω, κατατρώγω)
εδέβενπήγε, διάβηκε, διέσχισε, ξεπέρασε διαβαίνω
εκόπενκόπηκε
εμορφάδαομορφιά
έμορφοόμορφο
επέτανενπετούσε
εσόνδικός/ή/ό σου
έφαενέφαγε
εχάν’νανέχαναν, έδιωχναν, απέρριπταν κτ
κόνεψον(προστ.) εγκαταστήσου, φώλιασε, προσγειώσου konmak
κορώνα(ή κορόνα) κουρούνα, μτφ. προσφώνηση γυναίκας (για γυναίκα που χήρεψε), μτφ. καημένη κορώνη
κοσσάρας(πληθ.) κότες, (γεν.) κότας, οι κλώσσες (ιδιωμ.Νικόπολης)
κρατείκρατάει, βαστάει, στέκει, αντέχει
μαναχόν(έναρθρο) μοναχός, μοναχό, (επίρρ) μόνο/μοναχά
οτάνδωμάτιο oda
παπουτσ̌όπα(υποκορ.) παπούτσια pabuç/pāpūş
πέει(προστ.) πες
περισσόνπερίσσευμα, περίσσιο
πέταξον(προστ.) πέταξε
πλάνπλάι, πλαϊνό/ παρακείμενο μέρος, παραπέρα
πόρτας(ονομ.πληθ.) πόρτες porta
σίτ’καθώς, ενώ σόταν<εις όταν
σούκ’(προστ.) σήκω
ωμίαώμοι
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
ατ’ςαυτής, της
’βάλλ’νανέβαζαν
γιαβρίκα(υποκορ.) μωρό, μικρό, παιδί yavru
δέβα(προστ.) πήγαινε
έγρασαέφθαρα, έλιωσα γράνω/γραίνω (=ροκανίζω, κατατρώγω)
εδέβενπήγε, διάβηκε, διέσχισε, ξεπέρασε διαβαίνω
εκόπενκόπηκε
εμορφάδαομορφιά
έμορφοόμορφο
επέτανενπετούσε
εσόνδικός/ή/ό σου
έφαενέφαγε
εχάν’νανέχαναν, έδιωχναν, απέρριπταν κτ
κόνεψον(προστ.) εγκαταστήσου, φώλιασε, προσγειώσου konmak
κορώνα(ή κορόνα) κουρούνα, μτφ. προσφώνηση γυναίκας (για γυναίκα που χήρεψε), μτφ. καημένη κορώνη
κοσσάρας(πληθ.) κότες, (γεν.) κότας, οι κλώσσες (ιδιωμ.Νικόπολης)
κρατείκρατάει, βαστάει, στέκει, αντέχει
μαναχόν(έναρθρο) μοναχός, μοναχό, (επίρρ) μόνο/μοναχά
οτάνδωμάτιο oda
παπουτσ̌όπα(υποκορ.) παπούτσια pabuç/pāpūş
πέει(προστ.) πες
περισσόνπερίσσευμα, περίσσιο
πέταξον(προστ.) πέταξε
πλάνπλάι, πλαϊνό/ παρακείμενο μέρος, παραπέρα
πόρτας(ονομ.πληθ.) πόρτες porta
σίτ’καθώς, ενώ σόταν<εις όταν
σούκ’(προστ.) σήκω
ωμίαώμοι
Κορώνα σίτι͜α επέτανεν

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost