.
.
Το παρόν του Πόντου

Αροθυμία

Αροθυμία
fullscreen
Ο ταχυδρόμον έγκε με,
μανίτσα μ’, ένα γράμμαν 
[ντό να γίνουμαι;/ποδεδίζω σε -ν]
Ένοιξα και -ν- εδέβασα
κι επέρε με το κλάμαν
[ντό να γίνουμαι;/γιαγκουλεύκουμαι¹]

Ένοιξα και -ν- εδέβασα
σο γράμμαν ενεγράφ’νε
[ντό να γίνουμαι;/γιαγκουλεύκουμαι¹]
«Αλήγορα να έρχεσαι,
τη μάνα σ’ θα πάν’ θάφ’νε»
[ντό να γίνουμαι;/γιαγκουλεύκουμαι¹]

Επέρα έναν αεροπλάνον,
σον Έβρον εκατήβα
[ντό να γίνουμαι;/γιαγκουλεύκουμαι¹]
Τ’ οσπίτι σ’ ετριυλίστα
κι εσέν, μανίτσα μ’, ’κ’ ηύρα
[ντό να γίνουμαι;/γιαγκουλεύκουμαι¹]

Σα χώματα ετάραξαν
τ’ άρρωστον το κορμόπο σ’
[ντό να γίνουμαι;/γιαγκουλεύκουμαι¹]
’Κ’ ενεμείν’νες να έλεπες,
μανίτσα μ’, το παιδόπο σ’
[ντό να γίνουμαι;/γιαγκουλεύκουμαι¹]
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αλήγοραγρήγορα
γιαγκουλεύκουμαιξεγελιέμαι, ενεργώ απερίσκεπτα ή χωρίς να γνωρίζω τις συνέπειες, μτφ. λαθεύω yanılmak
γίνουμαιγίνομαι
έγκεέφερε
εδέβασαδιάβασα, πέρασα, διέσχισα, πήγα κπ/κτ κάπου διαβαίνω
εκατήβακατέβηκα
έλεπεςέβλεπες
ενεγράφ’νεανέγραφε
ενεμείν’νεςπερίμενες, ανέμενες
ένοιξαάνοιξα
επέραπήρα
επέρεπήρε
ετάραξαντάραξαν, ανακάτεψαν, ανέμιξαν ταράσσω
ετριυλίστατριγύρισα
ηύραβρήκα
θάφ’νεθάβουν
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κορμόποκορμάκι
οσπίτισπίτι hospitium<hospes
παιδόποπαιδάκι
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω σενα σε χαρώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αλήγοραγρήγορα
γιαγκουλεύκουμαιξεγελιέμαι, ενεργώ απερίσκεπτα ή χωρίς να γνωρίζω τις συνέπειες, μτφ. λαθεύω yanılmak
γίνουμαιγίνομαι
έγκεέφερε
εδέβασαδιάβασα, πέρασα, διέσχισα, πήγα κπ/κτ κάπου διαβαίνω
εκατήβακατέβηκα
έλεπεςέβλεπες
ενεγράφ’νεανέγραφε
ενεμείν’νεςπερίμενες, ανέμενες
ένοιξαάνοιξα
επέραπήρα
επέρεπήρε
ετάραξαντάραξαν, ανακάτεψαν, ανέμιξαν ταράσσω
ετριυλίστατριγύρισα
ηύραβρήκα
θάφ’νεθάβουν
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κορμόποκορμάκι
οσπίτισπίτι hospitium<hospes
παιδόποπαιδάκι
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω σενα σε χαρώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
Αροθυμία
Σημειώσεις
¹ Εδώ πιθανότατα η χρήση του «γιαγκουλεύκουμαι» να έχει σχέση με το yangın=φωτιά, ως αδόκ. τύπος του «καίγομαι»

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost