.
.
Το παρόν του Πόντου

Μικάλα

Μικάλα
fullscreen
Έικιτι παλαιά καιρούς
ντ’ ελάσκουμ’νες την νύχταν
Εγνέφιζαμ’ μεσανυχτί’
τον Κώστην ξαν τον Πήταν

Ας σο κρεβάτ’ εσ’κούτουνε
με τρανόν προθυμίαν
Ση κεμεντζ̌ές σο παίξιμον
έλεγεν την τραγωδίαν

Αν αποθάνω θάψτε με
αφκά σο παθινόπον
Ας ελέπω την Μικάλαν
πως αλμέ͜ει το χτηνόπον

Π’ επέγ’ναμε χαράματα
σο θείο μ’ τον Παυλούσ̌αν
Εχόρευεν, ξαν έλεγεν
Ελπίδα, τα σιτούσ̌ι͜α

Το τραγωδόπον ντο λέγω
έχ̌’ τρανόν ιστορία
Να θυμούνταν τα παλαιά
τη Καρσί’/τη Πήτα τα παιδία

’Μώ σε νε κουτσ̌ή, Μικάλα
για φέρον και το ’θόγαλα
Τον Παύλον ξαν δος το ταν
και -ν- ολίγον ξύγαλα
Τον Τσ̌ανάκαλην τον Γιάννεν
πότ’σον στύπον ξύγαλα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αλμέ͜ειαρμέγει
αποθάνωπεθαίνω
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
αφκάκάτω
δοςδώσε
εγνέφιζαμ’ξυπνούσαμε
έικιτιέκφραση αναπόλησης που υποδηλώνει νοσταλγία για κάτι παρελθοντικό ή εκδήλωση συμπόνοιας για κάποιον hey gidi
ελάσκουμ’νεςπεριφερόμασταν, τριγυρνούσαμε, περιπλανιόμασταν ἀλάομαι/ηλάσκω
ελέπωβλέπω
επέγ’ναμεπηγαίναμε
εσ’κούτουνεσηκωνόταν
έχ̌’έχει
εχόρευενχόρευε
θυμούντανθυμούνται
Καρσί’του Καρς
κεμεντζ̌έςλύρας kemençe/kemānçe
κουτσ̌ήκόρη
μεσανυχτί’την ώρα του μεσονυχτίου
’μώ(επιφ.) εκδήλωση έκπληξης, θαυμασμού ή δυσφορίας, βρε! σε καλό σου! γαμώ
ξανπάλι, ξανά
ξύγαλαξινόγαλο ὀξύγαλα
ολίγονλίγο
παθινόπον(υποκορ.) παχνί πάθνη<φάτνη
παιδίαπαιδιά
πότ’σον(προστ.) πότισε
στύπονξινό, στυφό
τραγωδίαντραγούδι
τραγωδόποντραγουδάκι
φέρον(προστ.) φέρε
χτηνόποναγελαδίτσα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αλμέ͜ειαρμέγει
αποθάνωπεθαίνω
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
αφκάκάτω
δοςδώσε
εγνέφιζαμ’ξυπνούσαμε
έικιτιέκφραση αναπόλησης που υποδηλώνει νοσταλγία για κάτι παρελθοντικό ή εκδήλωση συμπόνοιας για κάποιον hey gidi
ελάσκουμ’νεςπεριφερόμασταν, τριγυρνούσαμε, περιπλανιόμασταν ἀλάομαι/ηλάσκω
ελέπωβλέπω
επέγ’ναμεπηγαίναμε
εσ’κούτουνεσηκωνόταν
έχ̌’έχει
εχόρευενχόρευε
θυμούντανθυμούνται
Καρσί’του Καρς
κεμεντζ̌έςλύρας kemençe/kemānçe
κουτσ̌ήκόρη
μεσανυχτί’την ώρα του μεσονυχτίου
’μώ(επιφ.) εκδήλωση έκπληξης, θαυμασμού ή δυσφορίας, βρε! σε καλό σου! γαμώ
ξανπάλι, ξανά
ξύγαλαξινόγαλο ὀξύγαλα
ολίγονλίγο
παθινόπον(υποκορ.) παχνί πάθνη<φάτνη
παιδίαπαιδιά
πότ’σον(προστ.) πότισε
στύπονξινό, στυφό
τραγωδίαντραγούδι
τραγωδόποντραγουδάκι
φέρον(προστ.) φέρε
χτηνόποναγελαδίτσα
Μικάλα

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost