.
.
Αυλών Έμ-πνευσις

Τα τερτόπα μ’ τραγωδώ

Τα τερτόπα μ’ τραγωδώ
fullscreen
Τα τερτόπα μ’ τραγωδώ
εγώ τηνάν αγαπώ
Με το μέλ’ και το σ̌εκέρ’
εφαρμάκωσεν εμέν

Έλεγε με -ν- έμνοστα,
σεβνταλία λογόπα
Ν’ αηλί ντο εγράεψα!
Όλια έσαν ψέματα

Έτον πονηρόσ̌κευος
κι εγώ τ’ εγάπ’ς γυρευός
’Κ’ έμευα ο άχαρον
να ρούζ’ σο κιφάλ’ τ’ εμόν

Ποίος ’καταρέθε με;
Μάνα μ’, ’κι αγαπίουμαι
Η σεβντά έν’ άψιμον,
καίγουμαι, βρουλίγουμαι
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αγαπίουμαιαγαπιέμαι
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
άψιμονφωτιά
βρουλίγουμαιφλέγομαι, καίγομαι brûler
γυρευόςεπαίτης, ζητιάνος
εγάπ’ςαγάπης
εγράεψαπέρασα, υπέφερα uğramak
έμευαήλπιζα, προσδοκούσα, ανέμενα ummak
έμνοστανόστιμα
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έσανήταν
έτονήταν
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καίγουμαικαίομαι
’καταρέθε(εκαταρέθε) καταράστηκε
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κιφάλ’κεφάλι
λογόπαλογάκια
μέλ’μέλι
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
όλιαόλα
ποίος(ερωτημ.) ποιός, (αναφ.αντων.) όποιος
πονηρόσ̌κευοςπονηρός πονηρός + σ̌κεύος (μτφ. ως το κεφάλι)
ρούζ’πέφτει, ρίχνει, μτφ. αναλογεί
σεβντάαγάπη, έρωτας sevda/sevdā
σεβνταλίαερωτοχτυπημένα, ερωτευμένα, ερωτικά sevdalı
σ̌εκέρ’ζάχαρη, γλυκό/ά şeker < şakar (περσ.) < śakkharā (οψ. σανσκ.) < śárkarā (σανσκριτ.)
τερτόπα(υποκορ.) καημοί, βάσανα, στενοχώριες dert
τηνάναυτόν/ην που
τραγωδώτραγουδάω
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αγαπίουμαιαγαπιέμαι
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
άψιμονφωτιά
βρουλίγουμαιφλέγομαι, καίγομαι brûler
γυρευόςεπαίτης, ζητιάνος
εγάπ’ςαγάπης
εγράεψαπέρασα, υπέφερα uğramak
έμευαήλπιζα, προσδοκούσα, ανέμενα ummak
έμνοστανόστιμα
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έσανήταν
έτονήταν
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καίγουμαικαίομαι
’καταρέθε(εκαταρέθε) καταράστηκε
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κιφάλ’κεφάλι
λογόπαλογάκια
μέλ’μέλι
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
όλιαόλα
ποίος(ερωτημ.) ποιός, (αναφ.αντων.) όποιος
πονηρόσ̌κευοςπονηρός πονηρός + σ̌κεύος (μτφ. ως το κεφάλι)
ρούζ’πέφτει, ρίχνει, μτφ. αναλογεί
σεβντάαγάπη, έρωτας sevda/sevdā
σεβνταλίαερωτοχτυπημένα, ερωτευμένα, ερωτικά sevdalı
σ̌εκέρ’ζάχαρη, γλυκό/ά şeker < şakar (περσ.) < śakkharā (οψ. σανσκ.) < śárkarā (σανσκριτ.)
τερτόπα(υποκορ.) καημοί, βάσανα, στενοχώριες dert
τηνάναυτόν/ην που
τραγωδώτραγουδάω
Τα τερτόπα μ’ τραγωδώ

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost