.
.
Αυλών Έμ-πνευσις

Το καντάρ’

Το καντάρ’
fullscreen
Το γέλος ι-μ’ πάει με το τράμ’,
[μικρόν αρνί μ’]
με την οκάν η κλαίη
[έλα - έλα]
Ήντι͜αν κι αν έσυρεν η ψ̌η μ’,
[ν’ αηλί εμέν!]
αροθυμία καίει
[έλα - έλα]

Όντες το καρδόπον πονεί
[μικρόν αρνί μ’]
τα χ̌είλι͜α ’δέν ’κι λέγ’νε
[έλα - έλα]
Σα πόνι͜α επορούν και κρατούν
[ν’ αηλί εμέν!]
και φανερά ’κι κλαίγ’νε
[έλα - έλα]

Θελέματα απόκρυφα,
[μικρόν αρνί μ’]
ομούτι͜α π’ εμαρέθαν
[έλα - έλα]
Όσον πόσον βασταμονή;
[ν’ αηλί εμέν!]
τα δάκρυ͜α ’κ’ εκανέθαν
[έλα - έλα]

Εγάπ’ς καντάριν ’κι ζυγιάζ’
[μικρόν αρνί μ’]
το πολλά και τ’ ολίγον
[έλα - έλα]
«Ας σο καμίαν», λέγ’ν’ ανθρώπ’
[ν’ αηλί εμέν!]
«τ’ αργώς κι άλλο καλλίον»
[έλα - έλα]
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
ανθρώπ’άνθρωποι
αργώςαργά
αροθυμίανοσταλγία
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
βασταμονήαντοχή
γέλοςγέλιο, περίγελος
’δέντίποτα
εγάπ’ςαγάπης
εκανέθανήταν αρκετά, επάρκεσαν για κτ ἱκανόω
εμαρέθανμαράθηκαν
επορούνμπορούν
έσυρενέσυρε, τράβηξε, έριξε
ήντι͜ανοτιδήποτε, ό,τι
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καλλίον(επίθ.) καλύτερο, (επίρ.) καλύτερα
καμίανποτέ
καρδόπονκαρδούλα
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλαίγ’νεκλαίνε
κλαίηκλάμα, θρήνος
κρατούνκρατάνε στο χέρι, βαστάνε, αντέχουν, συγκρατούν, διαρκούν
λέγ’ν’λένε
λέγ’νελένε
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
οκάνοθωμανική μονάδα μέτρησης μάζας (ισοδύναμη με 1,2829 κιλά) okka
ολίγονλίγο
ομούτι͜αελπίδες umut
όντεςόταν
όσον πόσονπόσο πια; μέχρι πότε;
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
πόνι͜απόνοι
τράμ’μονάδα βάρους, το 1/400 της οκάς, πολύ μικρή ποσότητα από κάτι μεσ. ελλ. δράμιον < τουρκ. dirhem < περσ. dirham < αρχ. ελλ. δραχμή (αντιδάνειο)
ψ̌ηψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
ανθρώπ’άνθρωποι
αργώςαργά
αροθυμίανοσταλγία
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
βασταμονήαντοχή
γέλοςγέλιο, περίγελος
’δέντίποτα
εγάπ’ςαγάπης
εκανέθανήταν αρκετά, επάρκεσαν για κτ ἱκανόω
εμαρέθανμαράθηκαν
επορούνμπορούν
έσυρενέσυρε, τράβηξε, έριξε
ήντι͜ανοτιδήποτε, ό,τι
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καλλίον(επίθ.) καλύτερο, (επίρ.) καλύτερα
καμίανποτέ
καρδόπονκαρδούλα
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλαίγ’νεκλαίνε
κλαίηκλάμα, θρήνος
κρατούνκρατάνε στο χέρι, βαστάνε, αντέχουν, συγκρατούν, διαρκούν
λέγ’ν’λένε
λέγ’νελένε
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
οκάνοθωμανική μονάδα μέτρησης μάζας (ισοδύναμη με 1,2829 κιλά) okka
ολίγονλίγο
ομούτι͜αελπίδες umut
όντεςόταν
όσον πόσονπόσο πια; μέχρι πότε;
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
πόνι͜απόνοι
τράμ’μονάδα βάρους, το 1/400 της οκάς, πολύ μικρή ποσότητα από κάτι μεσ. ελλ. δράμιον < τουρκ. dirhem < περσ. dirham < αρχ. ελλ. δραχμή (αντιδάνειο)
ψ̌ηψυχή
Το καντάρ’

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost