.
.
Αυλών Έμ-πνευσις

Μακρύν καϊτέ/Τικ

Μακρύν καϊτέ/Τικ
fullscreen
[Και] Μάνα, μ’ ευτάτε το ταφί μ’ [όι, όι]
[και] κρύον και μαρμαρένιον [ωφ! ωφ!]
[Όι! Και] Με αμάραντα θέλω να έν’
[και] χορταροσ̌κεπαμένον [ωχ! ωχ! ωχ!]

♫

Ελάδ’ να έν’ ανοίεται,
νερόν να έν’ τσουρούται¹
Εμέν που θα κατηγορεί
τα τέρτι͜α μ’ να φορτούται

Εγώ με το παλιόν το τέρτ’
καμίαν ’κ’ εκοιμέθα
Πάντα καινούρι͜α βάσανα
Ντό να ’φτάω; Ευρέθα!

Νέ δι͜άβολον φοούμαι εγώ,
νέ σον Θεόν πιστεύω
Κακόγνωμος κι αδά̤σ̌κευτος
μετά καν’νάν ’κ’ ιεύω

Σον ουρανόν έν’ ο Θεόν
κι επ’ εκειαπάν’ τερεί με
Όσα κερόπα άφτ’ Ατον
ατόσα τέρτι͜α δί’ με

♫

Τα ώρας είκοσ’-τέσσερα
κι εγώ κοιμούμαι δύο,
Πού πάω κι απόθεν έρχουμαι
καν’νάν τσ̌οάπ’ ’κι δίγω

Είπα, μα την Παναΐαν!
Άκ’σον ατο αλλομίαν,
Πού θα παραβραδι͜άσκουμαι
πας̌ έν’ τ’ εσόν δουλείαν; 

Σα πόρτας στέκ’ς και -ν- ορωτάς
πού έμ’νε αΐκον ώραν
Έναν χαπέρ’ να λέγω σε
γομώντς ατο την χώραν 

Είπα, μα την Παναΐαν!
Έσπρυνες τα μαλλία μ’ 
Ντο λέγω, παίρτς ατο και τρέ͜εις
και δί’ς τ’ όρος φωτίαν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αδά̤σ̌κευτοςαυτός που δεν άκουσε διδαχές, αυτός που δεν έτυχε νουθεσίας και διδαχών
αΐκοντέτοιο/α
άκ’σον(προστ.) άκουσε
αλλομίανάλλη μια φορά
αμάραντα(επιστ. Helichrysum stoechas) τα αγριολούλουδα ελίχρυσος ο πολύτιμος
ανοίεταιανοίγεται
απόθεναπό που, από όπου
άφτ’ανάβω/ει
γομώντςγεμίζεις
δί’δίνει
δίγωδίνω
δί’ςδίνεις
δουλείανδουλειά
εκειαπάν’εκεί πάνω
εκοιμέθακοιμήθηκα
ελάδ’λάδι
έμ’νεήμουν
έν’είναι
έρχουμαιέρχομαι
εσόνδικός/ή/ό σου
έσπρυνεςάσπρισες
ευρέθαβρέθηκα
ευτάτεκάνετε, φτιάχνετε εὐθειάζω
ιεύωταιριάζω uymak
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κακόγνωμοςαυτός που έχει κακή γνώμη, αγενής, δύστροπος
καμίανποτέ
καν’νάνκανέναν
κερόπακεράκια
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κοιμούμαικοιμάμαι
μετά(με αιτιατική) συνοδεία, μαζί με
νέούτε ne
ορωτάςρωτάς
όσαόσες φορές
παίρτςπαίρνεις
παραβραδι͜άσκουμαινυχτώνομαι, με βρίσκει το βράδυ
πας̌μήπως, μπας και, είναι δυνατόν, μην τύχει (και) μήν πᾶς
πόρτας(ονομ.πληθ.) πόρτες porta
στέκ’ςστέκεσαι
ταφίτάφο
τερείκοιτάει
τέρτ’καημός, βάσανο, (ονομ.) στενοχώρια dert
τέρτι͜ακαημοί, βάσανα, στενοχώριες dert
τρέ͜ειςτρέχεις
τσ̌οάπ’απόκριση, αναφορά cevap/cevāb
τσουρούταιστεγνώνει, στραγγίζεται σειρώ=εκκενώνω, αδειάζω
φοούμαιφοβάμαι
φορτούταιφορτώνεται
’φτάω(ευτάω) κάνω, φτιάχνω εὐθειάζω
χαπέρ’είδηση, νέο haber/ḫaber
χορταροσ̌κεπαμένονσκεπασμένο χορτάρι
χώρανξένους, μη οικείους, ξενιτειά
ώραςώρες
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αδά̤σ̌κευτοςαυτός που δεν άκουσε διδαχές, αυτός που δεν έτυχε νουθεσίας και διδαχών
αΐκοντέτοιο/α
άκ’σον(προστ.) άκουσε
αλλομίανάλλη μια φορά
αμάραντα(επιστ. Helichrysum stoechas) τα αγριολούλουδα ελίχρυσος ο πολύτιμος
ανοίεταιανοίγεται
απόθεναπό που, από όπου
άφτ’ανάβω/ει
γομώντςγεμίζεις
δί’δίνει
δίγωδίνω
δί’ςδίνεις
δουλείανδουλειά
εκειαπάν’εκεί πάνω
εκοιμέθακοιμήθηκα
ελάδ’λάδι
έμ’νεήμουν
έν’είναι
έρχουμαιέρχομαι
εσόνδικός/ή/ό σου
έσπρυνεςάσπρισες
ευρέθαβρέθηκα
ευτάτεκάνετε, φτιάχνετε εὐθειάζω
ιεύωταιριάζω uymak
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κακόγνωμοςαυτός που έχει κακή γνώμη, αγενής, δύστροπος
καμίανποτέ
καν’νάνκανέναν
κερόπακεράκια
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κοιμούμαικοιμάμαι
μετά(με αιτιατική) συνοδεία, μαζί με
νέούτε ne
ορωτάςρωτάς
όσαόσες φορές
παίρτςπαίρνεις
παραβραδι͜άσκουμαινυχτώνομαι, με βρίσκει το βράδυ
πας̌μήπως, μπας και, είναι δυνατόν, μην τύχει (και) μήν πᾶς
πόρτας(ονομ.πληθ.) πόρτες porta
στέκ’ςστέκεσαι
ταφίτάφο
τερείκοιτάει
τέρτ’καημός, βάσανο, (ονομ.) στενοχώρια dert
τέρτι͜ακαημοί, βάσανα, στενοχώριες dert
τρέ͜ειςτρέχεις
τσ̌οάπ’απόκριση, αναφορά cevap/cevāb
τσουρούταιστεγνώνει, στραγγίζεται σειρώ=εκκενώνω, αδειάζω
φοούμαιφοβάμαι
φορτούταιφορτώνεται
’φτάω(ευτάω) κάνω, φτιάχνω εὐθειάζω
χαπέρ’είδηση, νέο haber/ḫaber
χορταροσ̌κεπαμένονσκεπασμένο χορτάρι
χώρανξένους, μη οικείους, ξενιτειά
ώραςώρες
Μακρύν καϊτέ/Τικ
Σημειώσεις
¹ Ελάδ’ να έν’ ανοίεται, νερόν να έν’ τσουρούται (ή Ελάδ’ αν έν’ ανοίεται, νερόν αν έν’ στεγνούται): έκφραση που χρησιμοποιείται για φήμη ανεξακρίβωτη που αν είναι αληθινή θα επικρατήσει κι αν όχι θα ξεχαστεί.

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost