.
.
Βιώματα

Βιώματα 39

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Βιώματα 39
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
[Και -ν-] Ο άντρας σου του σ̌κύλ’ ο γιον
’κι ’ξέρ’ το μεκατίρι σ’
Πώς ταγιανίζ’ το ψ̌όπον ατ’
και χαλάν’ το χατίρι σ’;

[Και] Πάντα με τ’ «αχ» και με το «βαχ»,
πάντα ν’ αηλί εμέναν
Πάντα -ν- η καρδι͜ά μ’ γεραλίν
τ’ ομμάτι͜α μ’ δα̤κρωμένα -ι

[Και -ν-] Ανάθεμα σε, νε σεβτι͜ά
ας σο καρδόπο μ’ έβγα
Εκάτσα κα’ κι εράεψα,
τσ’ εγάπ’ς την άκραν ’κ’ εύρα -ι

[Και -ν-] Εκάτσα κα’ και -ν- έκλαιγα
θ’ εσπάν’νεν η καρδία μ’
Εθάρρ’να θα καλατσ̌εύς με -ν-
ας σην φωτογραφίαν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
άκρανάκρη, αρχή
ας σηναπ’ την ασό σην (από την)
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
γεραλίνπληγωμένο, τραυματισμένο yaralı
δα̤κρωμέναδακρυσμένα
έβγα(προστ.) βγες
εγάπ’ςαγάπης
εθάρρ’ναθαρρούσα, πίστευα, νόμιζα
εκάτσακάθισα
εράεψαέψαξα, γύρεψα, αναζήτησα aramak
εσπάν’νενέσκαγε, εκρηγνυόταν
εύραβρήκα, (ιδιωμ. προστ.) βρες
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κα’κάτω
καρδόποκαρδούλα
’κιδεν οὐκί<οὐχί
μεκατίριαξία (ηθική), ποσότητα, ικανότητα (ενικ.) miḳdār/ (πληθ.) meḳādīr/mawaqīdīr
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
ομμάτι͜αμάτια
σεβτι͜άέρωτας sevda/sevdā
σ̌κύλ’(γεν.) σκύλου
ταγιανίζ’αντέχω/ει, βαστάω/ει, υπομένω/ει dayanmak
τσ’(ως τση, άρθρο γεν. ενικού) του/της, (ως τσοι, άρθρο αιτ. πληθ.) τις, (ως ερωτημ. τσί;) ποιός;
χαλάν’χαλάω/ει, καταστρέφω/ει
χατίριχάρη, σεβασμός, υπόληψη hatır/ḫāṭir
ψ̌όπονψυχούλα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
άκρανάκρη, αρχή
ας σηναπ’ την ασό σην (από την)
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
γεραλίνπληγωμένο, τραυματισμένο yaralı
δα̤κρωμέναδακρυσμένα
έβγα(προστ.) βγες
εγάπ’ςαγάπης
εθάρρ’ναθαρρούσα, πίστευα, νόμιζα
εκάτσακάθισα
εράεψαέψαξα, γύρεψα, αναζήτησα aramak
εσπάν’νενέσκαγε, εκρηγνυόταν
εύραβρήκα, (ιδιωμ. προστ.) βρες
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κα’κάτω
καρδόποκαρδούλα
’κιδεν οὐκί<οὐχί
μεκατίριαξία (ηθική), ποσότητα, ικανότητα (ενικ.) miḳdār/ (πληθ.) meḳādīr/mawaqīdīr
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
ομμάτι͜αμάτια
σεβτι͜άέρωτας sevda/sevdā
σ̌κύλ’(γεν.) σκύλου
ταγιανίζ’αντέχω/ει, βαστάω/ει, υπομένω/ει dayanmak
τσ’(ως τση, άρθρο γεν. ενικού) του/της, (ως τσοι, άρθρο αιτ. πληθ.) τις, (ως ερωτημ. τσί;) ποιός;
χαλάν’χαλάω/ει, καταστρέφω/ει
χατίριχάρη, σεβασμός, υπόληψη hatır/ḫāṭir
ψ̌όπονψυχούλα
Βιώματα 39

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost