.
.
Χορόντας και τραγωδίας

Η κοινωνία εχάλασεν

Η κοινωνία εχάλασεν
fullscreen
Η κοινωνία εχάλασεν
εψεύτυνανε όλια
Οι φίλ’, τουσ̌μάν’ εγέντανε
τα λόγι͜α τουν χοχόλια

Όλια έρθαν κι ελλάγανε!
Ποίον έν’ η φιλία;
Ο εις σον άλλον έκοψεν
και την καλημερίαν

Ατώρα πώς να εγροικάς,
τουσ̌μάνος, γιόξαμ’ φίλος;
Απ’ έμπρι͜α σ’ γελά κι αποπίσ’
δάκ’ σε -ν- αρ’ άμον σ̌κύλος

Άμον ντο εγροικούν θα τρών’
όλ’ ευτάνε τον φίλον
Κουνίζ’νε τα ουράδι͜α τουν
άμον ντ’ ευτάει ο σ̌κύλον

Ο άνθρωπον που καζανεύ’
κι έρχουνταν μαζεμένα
Ευτάει / Γίνεται άμον το κάστανον
«Φτου, κι απόθεν εξέβα!»¹

Και τη κοσμί’ τα στόματα
με το σ̌κοινίν ’κι δέσκουν
Εμέν π’ εκατηγόρεσαν,
τα χ̌είλια τουν να πρέσκουν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απόθεναπό που, από όπου
αποπίσ’από πίσω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ατώρατώρα
γιόξαμ’ή μήπως yoksa+μη
δάκ’δαγκώνω/ει
δέσκουνδένονται
εγέντανεέγιναν
εγροικάςκαταλαβαίνεις
εγροικούνκαταλαβαίνουν
εκατηγόρεσανκατηγόρησαν
ελλάγανεάλλαξαν
έμπρι͜αμπροστά ἐμπρός
έν’είναι
εξέβαβγήκα, ανέβηκα, μτφ. προέκυψα
έρθανήρθαν
έρχουντανέρχονται
ευτάεικάνει, φτιάχνει εὐθειάζω
ευτάνεκάνουν, φτιάχνουν εὐθειάζω
εχάλασενχάλασε, έχωσε το χέρι
εψεύτυνανεέγιναν ψεύτικα
καζανεύ’κερδίζει, αποκτά kazanmak
καλημερίανκαλημέρισμα
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κοσμί’κόσμου
κουνίζ’νεκουνάνε
όλ’όλοι/α
όλιαόλα
ουράδι͜αουρές
πρέσκουνπρήζονται
τουντους
τουσ̌μάν’εχθροί düşman/duşmān
τουσ̌μάνοςεχθρός düşman/duşmān
φίλ’(προστ. φιλώ) φίλα, (πληθ. φίλον) φίλοι
χοχόλιασκουπίδια
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απόθεναπό που, από όπου
αποπίσ’από πίσω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ατώρατώρα
γιόξαμ’ή μήπως yoksa+μη
δάκ’δαγκώνω/ει
δέσκουνδένονται
εγέντανεέγιναν
εγροικάςκαταλαβαίνεις
εγροικούνκαταλαβαίνουν
εκατηγόρεσανκατηγόρησαν
ελλάγανεάλλαξαν
έμπρι͜αμπροστά ἐμπρός
έν’είναι
εξέβαβγήκα, ανέβηκα, μτφ. προέκυψα
έρθανήρθαν
έρχουντανέρχονται
ευτάεικάνει, φτιάχνει εὐθειάζω
ευτάνεκάνουν, φτιάχνουν εὐθειάζω
εχάλασενχάλασε, έχωσε το χέρι
εψεύτυνανεέγιναν ψεύτικα
καζανεύ’κερδίζει, αποκτά kazanmak
καλημερίανκαλημέρισμα
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κοσμί’κόσμου
κουνίζ’νεκουνάνε
όλ’όλοι/α
όλιαόλα
ουράδι͜αουρές
πρέσκουνπρήζονται
τουντους
τουσ̌μάν’εχθροί düşman/duşmān
τουσ̌μάνοςεχθρός düşman/duşmān
φίλ’(προστ. φιλώ) φίλα, (πληθ. φίλον) φίλοι
χοχόλιασκουπίδια
Η κοινωνία εχάλασεν
Σημειώσεις
¹ Έκφραση δηλωτική ατόμου που απαρνείται την ταπεινή καταγωγή του θεωρώντας εαυτόν ανώτερου κοινωνικού επιπέδου.

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost