.
.
Χορόντας και τραγωδίας

Τ’ αδέλφι͜α όντες χωρίγουνταν

Τ’ αδέλφι͜α όντες χωρίγουνταν
fullscreen
Τ’ αδέλφι͜α όντες χωρίγουνταν,
ο ήλιον πα ματούται
Ν’ αηλί εκείνο τ’ ορφανόν
σα ξένα π’ αρματούται

Ση ξενιτείαν έρημος,
κομμένα τα φτερόπα μ’
κι άμον χαλάζι͜α τα δάκρυ͜α μ’
στάζ’νε ας σ’ ομματόπα μ’¹

Ήλιε μ’, που εβγαίντς υψηλά
και τον κόσμον ελέπ’ς -ιν
Πέει με, πού έν’ τ’ αρνόπο μου
κι ύστερα βασιλεύ’ς -ιν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αρματούταιεξοπλίζεται, οπλίζεται
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
βασιλεύ’ςβασιλεύεις, δύεις
εβγαίντςβγαίνεις
ελέπ’ςβλέπεις
έν’είναι
ματούταιματώνει
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
ομματόπαματάκια
όντεςόταν
παπάλι, επίσης, ακόμα
πέει(προστ.) πες
στάζ’νεστάζουνε
φτερόπαφτεράκια
χωρίγουντανχωρίζονται
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αρματούταιεξοπλίζεται, οπλίζεται
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
βασιλεύ’ςβασιλεύεις, δύεις
εβγαίντςβγαίνεις
ελέπ’ςβλέπεις
έν’είναι
ματούταιματώνει
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
ομματόπαματάκια
όντεςόταν
παπάλι, επίσης, ακόμα
πέει(προστ.) πες
στάζ’νεστάζουνε
φτερόπαφτεράκια
χωρίγουντανχωρίζονται
Τ’ αδέλφι͜α όντες χωρίγουνταν
Σημειώσεις
¹ Στην επανάληψη προφανώς εκ παραδρομής αντιστρέφει τα «δάκρυ͜α μ’» με το «ομματόπα μ’»

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost