.
.
Χορόντας και τραγωδίας

Φιλίτικον

Φιλίτικον
fullscreen
Φιλίτικον, μικρίτικον,
νασάν που απαντά σε
Ατουπέσ’ σα στομόχ̌ειλα
φιλεί, φιλεί χορτά͜ει σε

Φιλίτικον, μικρίτικον,
μικρόν τσ̌οβαχερόπον
Να είχα και να εφίλ’να σε
σ’ έναν ισίζ’κον τόπον

Φιλίτικον, μικρίτικον,
τ’ εμόν μελιτωμένον
Ας σ’ άσπρα κι ας σα κόκκινα
είσαι τονατεμένον

Φιλίτικον, μικρίτικον,
μικρόν κρουσταλλιδόπον
Απόθεν κέσ’ θα έρχουμαι
και σ’ εσόν τ’ εγκαλιόπον;

Φιλίτικον, μικρίτικον,
οφρυδοπογιαλίσσα
Για τ’ εσέν θα σκοτών’νε με,
θα ’ίνεσαι κανλίσσα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
απαντάαπαντάει, συναντάει
απόθεναπό που, από όπου
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
ατουπέσ’εκεί μέσα ατού+απέσ'
εγκαλιόποναγκαλιά, αγκαλίτσα
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έρχουμαιέρχομαι
εσόνδικός/ή/ό σου
εφίλ’ναφιλούσα
’ίνεσαιγίνεσαι
ισίζ’κονερημικό, απομονωμένο ıssız
κανλίσσαφόνισσα, αιματοβαμμένη. αιμοβόρα kanlı
κέσ’προς τα εκεί, προς το μέρος εκείνο κέσου<κεῖσ’<κεῖσε<ἐκεῖσε
κρουσταλλιδόπονκρυσταλλάκι, διαυγές (σαν κρύσταλλο)
μελιτωμένονμελωμένο, μτφ. γλυκό μελιτῶ
μικρίτικονμικρούλικο/α
νασάνχαρά σε
οφρυδοπογιαλίσσααυτή που έχει βαμμένα φρύδια οφρύδ'+πογιαλίσσα (boyali)
σκοτών’νεσκοτώνουν
στομόχ̌ειλατα χείλια του στόματος
τονατεμένονδιακοσμημένο, στολισμένο, (για τραπέζι) στρωμένο μεγαλοπρεπώς, καλλωπισμένο donatma
τσ̌οβαχερόπονπολύτιμο πετραδάκι, διαμαντάκι cevahir/cevāhir
φιλίτικοναξιοφίλητο
χορτά͜ειχορτάζει
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
απαντάαπαντάει, συναντάει
απόθεναπό που, από όπου
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
ατουπέσ’εκεί μέσα ατού+απέσ'
εγκαλιόποναγκαλιά, αγκαλίτσα
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έρχουμαιέρχομαι
εσόνδικός/ή/ό σου
εφίλ’ναφιλούσα
’ίνεσαιγίνεσαι
ισίζ’κονερημικό, απομονωμένο ıssız
κανλίσσαφόνισσα, αιματοβαμμένη. αιμοβόρα kanlı
κέσ’προς τα εκεί, προς το μέρος εκείνο κέσου<κεῖσ’<κεῖσε<ἐκεῖσε
κρουσταλλιδόπονκρυσταλλάκι, διαυγές (σαν κρύσταλλο)
μελιτωμένονμελωμένο, μτφ. γλυκό μελιτῶ
μικρίτικονμικρούλικο/α
νασάνχαρά σε
οφρυδοπογιαλίσσααυτή που έχει βαμμένα φρύδια οφρύδ'+πογιαλίσσα (boyali)
σκοτών’νεσκοτώνουν
στομόχ̌ειλατα χείλια του στόματος
τονατεμένονδιακοσμημένο, στολισμένο, (για τραπέζι) στρωμένο μεγαλοπρεπώς, καλλωπισμένο donatma
τσ̌οβαχερόπονπολύτιμο πετραδάκι, διαμαντάκι cevahir/cevāhir
φιλίτικοναξιοφίλητο
χορτά͜ειχορτάζει
Φιλίτικον

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost