.
.
Όσα ’κ’ επρόφτασα να λέω

Λενίτσα μ’

Λενίτσα μ’
fullscreen
Ανάθεμα σε αφώτιστον
κουτάβ’ πιπιλομμάτ’κον!
Τ’ εμόν το ψ̌όπον έκαψεν
[Λε-Λε-Λε- Λενίτσα μ’]
το πόστι σ’ το αράπ’κον
[Βαχ! Λε-Λε-Λε- Λενίτσα μ’]

Ανάθεμα σε αφώτιστον
την ψ̌η μ’ τρως και τελείται!
Το κομματόπον ντ’ επέμ’νεν
[Λε-Λε-Λε- Λενίτσα μ’]
έμπρι͜α σην πόδα σ’ κείται
[Βαχ! Λε-Λε-Λε- Λενίτσα μ’]

Ανάθεμα σε αφώτιστον
πασ̌τάν τον Θεό σ’ ’κ’ έ͜εις-ι!
Η καρδι͜ά μ’ καίγεται βρουλίζ’
[Λε-Λε-Λε- Λενίτσα μ’]
κι εσύ πέραν κέσ’ βρέχ̌ει
[Βαχ! Λε-Λε-Λε- Λενίτσα μ’]

Ανάθεμα σε αφώτιστον
αγρέλαφον χρονιάρ’κον!
Σ’ ορμάνι͜α θα ταράγουμαι
[Λε-Λε-Λε- Λενίτσα μ’]
άμον τ’ άνοιξης άρκον
[Βαχ! Λε-Λε-Λε- Λενίτσα μ’]
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αγρέλαφοντο άγριο ελάφι
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αράπ’κοναράπικο, μελαμψό
άρκοναρκούδα
αφώτιστοναυτός/ο που δεν έχει βαφτιστεί, πονηρός/ό, κακός/ό, (για λόγια και πράξεις) απρεπές, αξιοθαύμαστος/ο
βρουλίζ’φλέγεται
έ͜ειςέχεις
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έμπρι͜αμπροστά ἐμπρός
επέμ’νεναπόμεινε
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κείταικείτεται, ξαπλώνει
κέσ’προς τα εκεί, προς το μέρος εκείνο κέσου<κεῖσ’<κεῖσε<ἐκεῖσε
κομματόπονκομματάκι
ορμάνι͜αδάση orman
πασ̌τάνολωσδιόλου, εντελώς baştan
πιπιλομμάτ’κοναυτό που έχει μάτια μικρά σαν πιπίλια=κουκούτσια
πόδαίχνος, πατημασιά, βήμα
ταράγουμαιαναμιγνύομαι, ανακατεύομαι, μπλέκομαι
τελείται(αμτβ.) τελειώνει, εξαντλείται, μτφ. πεθαίνει
χρονιάρ’κονχρονιάρικο, που είναι ενός χρόνου
ψ̌ηψυχή
ψ̌όπονψυχούλα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αγρέλαφοντο άγριο ελάφι
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αράπ’κοναράπικο, μελαμψό
άρκοναρκούδα
αφώτιστοναυτός/ο που δεν έχει βαφτιστεί, πονηρός/ό, κακός/ό, (για λόγια και πράξεις) απρεπές, αξιοθαύμαστος/ο
βρουλίζ’φλέγεται
έ͜ειςέχεις
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έμπρι͜αμπροστά ἐμπρός
επέμ’νεναπόμεινε
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κείταικείτεται, ξαπλώνει
κέσ’προς τα εκεί, προς το μέρος εκείνο κέσου<κεῖσ’<κεῖσε<ἐκεῖσε
κομματόπονκομματάκι
ορμάνι͜αδάση orman
πασ̌τάνολωσδιόλου, εντελώς baştan
πιπιλομμάτ’κοναυτό που έχει μάτια μικρά σαν πιπίλια=κουκούτσια
πόδαίχνος, πατημασιά, βήμα
ταράγουμαιαναμιγνύομαι, ανακατεύομαι, μπλέκομαι
τελείται(αμτβ.) τελειώνει, εξαντλείται, μτφ. πεθαίνει
χρονιάρ’κονχρονιάρικο, που είναι ενός χρόνου
ψ̌ηψυχή
ψ̌όπονψυχούλα
Λενίτσα μ’

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost