.
.
Στο δρόμο της παράδοσης | Τραγούδια του Ανατολικού Πόντου

Αγάπα, κόρ’, μ’ εντρέπεσαι

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Αγάπα, κόρ’, μ’ εντρέπεσαι
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Αγάπα, κόρ’, μ’ εντρέπεσαι
και φόβον μη φοάσαι
Εσέν που έχ̌’ τη σ̌κύλ’ ο γιον
ας κάθεται κι ωρι͜άει σε

Άλλο σην πόρτα σ’ ’κι πατώ,
σην αύλι͜α σ’ ’κι δι͜αβαίνω
Άλλο κορίτσ’ εγάπεσα
κι εσέν θ’ απιδι͜αβαίνω

Γράμμαν γράφτω και στείλω σε
γομάτον χ̌αιρετίας
Απ’ έξ’ είναι τα δακρόπα μ’
κι απέσ’ τ’ αροθυμίας

Εποίκες με ρακόποτον
και ρακομεθυσμένον
Αφκά ση σκάλα σ’ κάθουμαι
κι εσέναν αναμένω
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
απέσ’μέσα
απιδι͜αβαίνωφεύγω, αφήνω πίσω, προσπερνώ, ξεπερνώ από + διαβαίνω
αροθυμίας(γεν.) νοσταλγίας, (πληθ.) νοσταλγίες
αύλι͜ααυλή
αφκάκάτω
γομάτονγεμάτο/η
δακρόπα(υποκορ.) δάκρυα
δι͜αβαίνω(για τόπο) περνώ, διασχίζω, (για χρόνο) περνώ διαβαίνω
εγάπεσααγάπησα
εντρέπεσαιντρέπεσαι
έξ’έξω ή ο αριθμός έξι
εποίκεςέκανες, έφτιαξες ποιέω-ῶ
έχ̌’έχει
’κιδεν οὐκί<οὐχί
ρακομεθυσμένοναυτός που έχει μεθύσει από ρακί rakı/ˁaraḳī + μεθύω
ρακόποτοναυτός που πίνει πολύ ρακί
σκάλακλίμακα, σκάλα, αποβάθρα λιμανιού, το μέρος μεταξύ των ποδιών της περισκελίδας προς την βουβωνική περιοχή (προσομοιάζει την κορυφή σκάλας προς το κεφαλόσκαλο), ειδικό εξάρτημα της παγίδας πουλιών scala<scando
σ̌κύλ’(γεν.) σκύλου
φοάσαιφοβάσαι
χ̌αιρετίαςχαιρετίσματα
ωρι͜άειπροσέχει, φυλάει, επιβλέπει
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
απέσ’μέσα
απιδι͜αβαίνωφεύγω, αφήνω πίσω, προσπερνώ, ξεπερνώ από + διαβαίνω
αροθυμίας(γεν.) νοσταλγίας, (πληθ.) νοσταλγίες
αύλι͜ααυλή
αφκάκάτω
γομάτονγεμάτο/η
δακρόπα(υποκορ.) δάκρυα
δι͜αβαίνω(για τόπο) περνώ, διασχίζω, (για χρόνο) περνώ διαβαίνω
εγάπεσααγάπησα
εντρέπεσαιντρέπεσαι
έξ’έξω ή ο αριθμός έξι
εποίκεςέκανες, έφτιαξες ποιέω-ῶ
έχ̌’έχει
’κιδεν οὐκί<οὐχί
ρακομεθυσμένοναυτός που έχει μεθύσει από ρακί rakı/ˁaraḳī + μεθύω
ρακόποτοναυτός που πίνει πολύ ρακί
σκάλακλίμακα, σκάλα, αποβάθρα λιμανιού, το μέρος μεταξύ των ποδιών της περισκελίδας προς την βουβωνική περιοχή (προσομοιάζει την κορυφή σκάλας προς το κεφαλόσκαλο), ειδικό εξάρτημα της παγίδας πουλιών scala<scando
σ̌κύλ’(γεν.) σκύλου
φοάσαιφοβάσαι
χ̌αιρετίαςχαιρετίσματα
ωρι͜άειπροσέχει, φυλάει, επιβλέπει
Αγάπα, κόρ’, μ’ εντρέπεσαι

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost