.
.
Στο δρόμο της παράδοσης | Τραγούδια του Ανατολικού Πόντου

’Χ̌ι͜ονίαν τα ψηλά ραχ̌ι͜ά

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
’Χ̌ι͜ονίαν τα ψηλά ραχ̌ι͜ά
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
’Χ̌ι͜ονίαν τα ψηλά ραχ̌ι͜ά,
εγώ -ν- εκαπατεύτα
Ας ση χώρας τα στόματα
πολλά -ν- επουγαλεύτα

Έλα να ποδεδίζω σε,
ασπριδερόν κεράσι μ’
’Κι ’ξέρω, ακόμαν τρώγω σε;
’Κι ’ξέρω κοκκινιά͜εις-ι

Λελεύω σε, λελεύω σε
μίαν και αλλομίαν
Εφίλεσα σε δεύτερον
φίλ’ με κι εσύ πα μίαν

Λελεύω τα στομόδοντα σ’
και τα τριάντα δύο
Σ’ έναν το χαμογέλαμα σ’
όλιον το βίο μ’ δίγω

Εσύ είσαι τσ’ ανατολής,
τ’ άστρον το λαμπερόν -ι
Νασάν που δί’ σε φίλεμαν
προτού να ξημερώνει
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αλλομίανάλλη μια φορά
ασπριδερόνυπόλευκο
βίοτο βιος, το σύνολο των ζωντανών που έχει στην ιδιοκτησία του κάποιος, η περιουσία κάποιου
δί’δίνει
δίγωδίνω
εκαπατεύτασκεπάστηκα, καλύφθηκα, κλείστηκα σε κτ kapatmak
επουγαλεύταέσκασα, βαρέθηκα, στενοχωρέθηκα bunalmak
εφίλεσαφίλησα
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κοκκινιά͜ειςκοκκινίζεις, μτφ. ντρέπεσαι
λελεύωχαίρομαι
μίανμια φορά
να ποδεδίζωνα χαρώ κπ
νασάνχαρά σε
όλιονόλο, ολόκληρο
παπάλι, επίσης, ακόμα
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω σενα σε χαρώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
ραχ̌ι͜άράχες, βουνά
τσ’(ως τση, άρθρο γεν. ενικού) του/της, (ως τσοι, άρθρο αιτ. πληθ.) τις, (ως ερωτημ. τσί;) ποιός;
φίλ’(προστ. φιλώ) φίλα, (πληθ. φίλον) φίλοι
φίλεμανφιλί
’χ̌ι͜ονίαν(εχ̌ι͜ονίαν) χιονίστηκαν
χαμογέλαμαχαμόγελο
χώραςξένος/η/ο/οι γενικά, οι/το/τα μη οικείο/α, ξενιτειάς
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αλλομίανάλλη μια φορά
ασπριδερόνυπόλευκο
βίοτο βιος, το σύνολο των ζωντανών που έχει στην ιδιοκτησία του κάποιος, η περιουσία κάποιου
δί’δίνει
δίγωδίνω
εκαπατεύτασκεπάστηκα, καλύφθηκα, κλείστηκα σε κτ kapatmak
επουγαλεύταέσκασα, βαρέθηκα, στενοχωρέθηκα bunalmak
εφίλεσαφίλησα
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κοκκινιά͜ειςκοκκινίζεις, μτφ. ντρέπεσαι
λελεύωχαίρομαι
μίανμια φορά
να ποδεδίζωνα χαρώ κπ
νασάνχαρά σε
όλιονόλο, ολόκληρο
παπάλι, επίσης, ακόμα
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω σενα σε χαρώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
ραχ̌ι͜άράχες, βουνά
τσ’(ως τση, άρθρο γεν. ενικού) του/της, (ως τσοι, άρθρο αιτ. πληθ.) τις, (ως ερωτημ. τσί;) ποιός;
φίλ’(προστ. φιλώ) φίλα, (πληθ. φίλον) φίλοι
φίλεμανφιλί
’χ̌ι͜ονίαν(εχ̌ι͜ονίαν) χιονίστηκαν
χαμογέλαμαχαμόγελο
χώραςξένος/η/ο/οι γενικά, οι/το/τα μη οικείο/α, ξενιτειάς
’Χ̌ι͜ονίαν τα ψηλά ραχ̌ι͜ά

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost