.
.
Στο δρόμο της παράδοσης | Τραγούδια του Ανατολικού Πόντου

Άμον ήλιος εφώταξες

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Άμον ήλιος εφώταξες
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Άμον ήλιος εφώταξες,
άμον αέρα ’δέβες
(Κι) Ούσνα θ’ εκαλοτέρ’να σε,
ραχ̌όπα -ν- επιδέβες

Σου παρχαρί’ τα τσ̌ιμένια
να έμ’νε ένα δεντρόπον
Ας ση ρίζα μ’ αποφκακέσ’
να τρέχ̌’ κρύον νερόπον

Ντό έλεες και -ν- έκοφ’νες
τσ’ ώρας ι-μ’ τα κουμπία;
Γιά την παράν ατουν θα δί’ς 
γιά θα φιλώ σε μίαν

Ατό το κεμεντζ̌όπο σου
ντό καλατσ̌εύ’ και λέει με;
Αναμέν’ με ν’ αποθάνω,
να κάθεται και κλαίει με
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αναμέν’περιμένει
αποθάνωπεθαίνω
αποφκακέσ’από κάτω πέρα
ατουντους
γιάείτε, ή ya/yā
’δέβες(εδέβες) πέρασες, έφυγες, διάβηκες διαβαίνω
δεντρόπονδεντράκι
δί’ςδίνεις
εκαλοτέρ’νακαλοκοιτούσα, ξανακοιτούσα
έκοφ’νεςέκοβες
έλεεςέλεγες
έμ’νεήμουν
επιδέβεςέφυγες, άφησες πίσω, προσπέρασες, ξεπέρασες
εφώταξεςφώτισες, έλαμψες
καλατσ̌εύ’μιλάω/ει, συνομιλώ/ει, συζητώ/άει keleci=καλός λόγος (Παλαιά Τουρκική Ανατολίας)
κεμεντζ̌όπο(υποκορ.) λύρα kemençe/kemānçe
μίανμια φορά
νερόποννεράκι
ούσναμέχρι που, έως ότου
παράνλεφτά, το χρήμα para/pāre
παρχαρί’θερινού βοσκότοπου (παρχαριού)
ραχ̌όπαραχούλες, βουνά
τρέχ̌’τρέχει
τσ’(ως τση, άρθρο γεν. ενικού) του/της, (ως τσοι, άρθρο αιτ. πληθ.) τις, (ως ερωτημ. τσί;) ποιός;
τσ̌ιμένιαγρασίδια, χλοερές εκτάσεις çimen
ώραςώρες
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αναμέν’περιμένει
αποθάνωπεθαίνω
αποφκακέσ’από κάτω πέρα
ατουντους
γιάείτε, ή ya/yā
’δέβες(εδέβες) πέρασες, έφυγες, διάβηκες διαβαίνω
δεντρόπονδεντράκι
δί’ςδίνεις
εκαλοτέρ’νακαλοκοιτούσα, ξανακοιτούσα
έκοφ’νεςέκοβες
έλεεςέλεγες
έμ’νεήμουν
επιδέβεςέφυγες, άφησες πίσω, προσπέρασες, ξεπέρασες
εφώταξεςφώτισες, έλαμψες
καλατσ̌εύ’μιλάω/ει, συνομιλώ/ει, συζητώ/άει keleci=καλός λόγος (Παλαιά Τουρκική Ανατολίας)
κεμεντζ̌όπο(υποκορ.) λύρα kemençe/kemānçe
μίανμια φορά
νερόποννεράκι
ούσναμέχρι που, έως ότου
παράνλεφτά, το χρήμα para/pāre
παρχαρί’θερινού βοσκότοπου (παρχαριού)
ραχ̌όπαραχούλες, βουνά
τρέχ̌’τρέχει
τσ’(ως τση, άρθρο γεν. ενικού) του/της, (ως τσοι, άρθρο αιτ. πληθ.) τις, (ως ερωτημ. τσί;) ποιός;
τσ̌ιμένιαγρασίδια, χλοερές εκτάσεις çimen
ώραςώρες
Άμον ήλιος εφώταξες

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost