.
.
Όσα ’κ’ επρόφτασα να λέω

Ανασακιάζομε

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Ανασακιάζομε
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Η κόρ’ εδέκεν το νερόν
απάν’ καικά σ’ αμπέλια
’Ποίκεν τα μήλα κόκκινα
τα σταφύλι͜α άμον μέλια

Βαΐων ξαν Βαΐων
και του χρόν’ κι άλλο καλλίον
Σ’ όνομα σ’, όνομαν εύρα,
σο πόι σ’ κι άλλο καλλίον

Ση Χατζ̌ηλαρί’¹ τα στράτας,
πουλόπο μ’, απαντώ σε
Εντρέπουμαι να λέγω σε,
σ̌κύλ’ κουτάβ’, / πουλόπο μ’, ντ’ αγαπώ σε

Ανασακιάζομε, ανασακιάζομε!
Έρχουμες επεκεί αδά
κι ανασακιάζομε
Εμείς τον εαυτόν εμουν
καν’νάν ’κι φάζομε

Τ’ έμορφον η Επτάλοφος
απάν’ σο ρακανόπον
Εκεί θα πάει να/θα παρχαρεύ’
τ’ εμόν το τρυγονόπον

Βαΐων ξαν Βαΐων
και σο κάθεν το χωρίον
Σ’ όνομα σ’, όνομαν εύρα
σο πόι σ’ κι άλλο καλλίον

Εμέν που θα κατηγορεί
και θα περιφρονά με
Εμέν κορίτσ’ κανείς μη δί’,
γαμπρόν κανείς μ’ ευτάει με

Ανασακιάζομε, ανασακιάζομε!
Έρχουμες επεκεί αδά
κι ανασακιάζομε
Εμείς τον εαυτόν εμουν
καν’νάν ’κι φάζομε
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αδάεδώ
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
ανασακιάζομεανακινούμε, τινάζουμε τα σακιά για να χωρέσουν περισσότερα πράγματα ανά+σακίζω
απάν’πάνω
απαντώσυναντώ, προϋπαντώ, αποκρίνομαι
δί’δίνει
εδέκενέδωσε
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έμορφονόμορφο
εμουνμας
εντρέπουμαιντρέπομαι
επεκείαπό εκεί, από τότε, ύστερα, κατόπιν
έρχουμεςερχόμαστε
εύραβρήκα, (ιδιωμ. προστ.) βρες
ευτάεικάνει, φτιάχνει εὐθειάζω
κάθενκάτω, κάθε
καικάπρος τα κάτω, εκεί ακριβώς, κοντά
καλλίον(επίθ.) καλύτερο, (επίρ.) καλύτερα
καν’νάνκανέναν
’κιδεν οὐκί<οὐχί
ξανπάλι, ξανά
παρχαρεύ’παραθερίζω/ει σε θερινό βοσκότοπο (παρχάρι)
πόιύψος, μπόι (ανάστημα) boy
’ποίκεν(εποίκεν) έκανε, έφτιαξε ποιέω-ῶ
πουλόποπουλάκι
ρακανόπον(υποκορ.) γήλοφος
σ̌κύλ’(γεν.) σκύλου
στράτας(ονομ.) δρόμοι, (αιτ.) δρόμους
τρυγονόποντο πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
φάζομεταΐζουμε
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αδάεδώ
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
ανασακιάζομεανακινούμε, τινάζουμε τα σακιά για να χωρέσουν περισσότερα πράγματα ανά+σακίζω
απάν’πάνω
απαντώσυναντώ, προϋπαντώ, αποκρίνομαι
δί’δίνει
εδέκενέδωσε
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έμορφονόμορφο
εμουνμας
εντρέπουμαιντρέπομαι
επεκείαπό εκεί, από τότε, ύστερα, κατόπιν
έρχουμεςερχόμαστε
εύραβρήκα, (ιδιωμ. προστ.) βρες
ευτάεικάνει, φτιάχνει εὐθειάζω
κάθενκάτω, κάθε
καικάπρος τα κάτω, εκεί ακριβώς, κοντά
καλλίον(επίθ.) καλύτερο, (επίρ.) καλύτερα
καν’νάνκανέναν
’κιδεν οὐκί<οὐχί
ξανπάλι, ξανά
παρχαρεύ’παραθερίζω/ει σε θερινό βοσκότοπο (παρχάρι)
πόιύψος, μπόι (ανάστημα) boy
’ποίκεν(εποίκεν) έκανε, έφτιαξε ποιέω-ῶ
πουλόποπουλάκι
ρακανόπον(υποκορ.) γήλοφος
σ̌κύλ’(γεν.) σκύλου
στράτας(ονομ.) δρόμοι, (αιτ.) δρόμους
τρυγονόποντο πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
φάζομεταΐζουμε
Ανασακιάζομε
Σημειώσεις
¹ (Χατζηλάρ) Παλιά ονομασία της Ξηροκρήνης Λαγκαδά Θεσ/νίκης

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost