.
.
Τ’ εγάπ’ς μαχ̌αιρέας

Ν’ αηλί εκείνον που γερά

Ν’ αηλί εκείνον που γερά
fullscreen
Ν’ αηλί εκείνον που γερά
και άλλο ’κι νεούται
Μη λέτε ατον πολλά θα ζει
ατός ξάι ’κι κομπούται

Όσταν τα χρόνια δα̤βαίν’νε
άμον ποτάμ’ που πάει
Οπίσ’ ’κι θα γυρίσ̌κεται
όνειρα ξάι μ’ ευτάει

Ένας σοφός ο γέροντας,
τα χρόνι͜α φορτωμένος
Ας κλώθ’ τ’ αχούλ’ν ατ’ οξωπίσ’,
αέτσ’ έν’ κερδισμένος

Ν’ αηλί τον γέρον π’ αναμέν’
μαναχός ση ζωήν ατ’
Παρακαλεί τον Χάροντα
να έρ’ται παίρ’ την ψ̌ην ατ’
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αέτσ’έτσι
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αναμέν’περιμένει
ατόςαυτός
αχούλ’νμυαλό akıl/ʿaḳl
γεράγερνάει
δα̤βαίν’νε(για τόπο) περνούν, διασχίζουν, (για χρόνο) περνούν (γενικότερα) περνούν, παύουν, τελειώνουν διαβαίνω
έν’είναι
έρ’ταιέρχεται
ευτάεικάνει, φτιάχνει εὐθειάζω
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλώθ’κλώθω/ει, γυρνώ/άει
κομπούταιξεγελιέται, εξαπατάται, μτφ. σαγηνεύεται κομβόω
μαναχόςμοναχός, μόνος
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
νεούταιανανεώνεται, ξανανιώνει
ξάικαθόλου
οξωπίσ’πίσω, αντίστροφα
οπίσ’πίσω
όστανόταν
παίρ’παίρνω/ει
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
ποτάμ’ποτάμι
ψ̌ηνψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αέτσ’έτσι
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αναμέν’περιμένει
ατόςαυτός
αχούλ’νμυαλό akıl/ʿaḳl
γεράγερνάει
δα̤βαίν’νε(για τόπο) περνούν, διασχίζουν, (για χρόνο) περνούν (γενικότερα) περνούν, παύουν, τελειώνουν διαβαίνω
έν’είναι
έρ’ταιέρχεται
ευτάεικάνει, φτιάχνει εὐθειάζω
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλώθ’κλώθω/ει, γυρνώ/άει
κομπούταιξεγελιέται, εξαπατάται, μτφ. σαγηνεύεται κομβόω
μαναχόςμοναχός, μόνος
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
νεούταιανανεώνεται, ξανανιώνει
ξάικαθόλου
οξωπίσ’πίσω, αντίστροφα
οπίσ’πίσω
όστανόταν
παίρ’παίρνω/ει
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
ποτάμ’ποτάμι
ψ̌ηνψυχή
Ν’ αηλί εκείνον που γερά

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost