.
.
Τ’ εγάπ’ς μαχ̌αιρέας

Που αποθάν’ ’κι κλώσ̌κεται

Που αποθάν’ ’κι κλώσ̌κεται
fullscreen
Που αποθάν’ ’κι κλώσ̌κεται,
ο γέρον ’κι νεούται
Που τρώει και πίν’ και χ̌αίρεται
καμίαν ’κι κομπούται

Τ’ εμέτερον και ο ποπάς
πάει κι έρ’ται σα ταφία
Άδικα πάει και λειτουργά
σα εβγαλμένα ψ̌ήα

Όσον ντο είσαι ση ζωήν
ποίσον ντο σύρ’ η ψ̌η σ’ -ις
Κι ας ελέπ’νε σε κι έρχουνταν
και άλλ’ πάν’ αποπίσ’ ι-σ’

Αέτσ’ έλεγανε τ’ εμετέρ’,
είχαν τρανόν σοφίαν
’Κ’ εβάλλ’νανε σην ψ̌ην ατουν
τέρτι͜α, στεναχωρίαν

Ο Χάρον τριγυρίσ̌κεται,
παιδία, ανάθεμα ’τον
Και η ζωή έν’ θέατρο,
νασάν που εγροικά ’το

Για τ’ ατό ζήσον α’ καλά,
η ψ̌η σ’ ντο σύρ’ πα ποίσον
Να ευτάς ξαν πάντα την κεντή σ’
αρ’ έμορφα πα ζήσον
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
α’(ατό) αυτό, το
αέτσ’έτσι
αποθάν’πεθαίνει
αποπίσ’από πίσω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ατουντους
εβάλλ’νανεέβαζαν
εβγαλμέναβγαλμένα
εγροικάκαταλαβαίνει
ελέπ’νεβλέπουνε
εμετέρ’δικοί μας ἡμέτερος
εμέτερονδικός/ή/ό μου ἡμέτερος
έμορφαόμορφα
έν’είναι
έρ’ταιέρχεται
έρχουντανέρχονται
ευτάςκάνεις, φτιάχνεις εὐθειάζω
ζήσον(προστ.) ζήσε
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καμίανποτέ
κεντή(ον.) εαυτός, (γεν./αιτ.) εαυτό kendi
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλώσ̌κεταιγυρίζει, επιστρέφει
κομπούταιξεγελιέται, εξαπατάται, μτφ. σαγηνεύεται κομβόω
νασάνχαρά σε
νεούταιανανεώνεται, ξανανιώνει
ξανπάλι, ξανά
παπάλι, επίσης, ακόμα
παιδίαπαιδιά
πίν’πίνω/ει
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
ποπάςπαπάς
σύρ’σύρω/ει, τραβάω/ει, ρίχνω/ει
ταφίατάφοι, το νεκροταφείο
τέρτι͜ακαημοί, βάσανα, στενοχώριες dert
’τοαυτό, το (προσωπική αντωνυμία)
’τοναυτόν
τριγυρίσ̌κεταιτριγυρίζει
ψ̌ηψυχή
ψ̌ήαψυχές, η περιοχή του στέρνου, τα εσώψυχα
ψ̌ηνψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
α’(ατό) αυτό, το
αέτσ’έτσι
αποθάν’πεθαίνει
αποπίσ’από πίσω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ατουντους
εβάλλ’νανεέβαζαν
εβγαλμέναβγαλμένα
εγροικάκαταλαβαίνει
ελέπ’νεβλέπουνε
εμετέρ’δικοί μας ἡμέτερος
εμέτερονδικός/ή/ό μου ἡμέτερος
έμορφαόμορφα
έν’είναι
έρ’ταιέρχεται
έρχουντανέρχονται
ευτάςκάνεις, φτιάχνεις εὐθειάζω
ζήσον(προστ.) ζήσε
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καμίανποτέ
κεντή(ον.) εαυτός, (γεν./αιτ.) εαυτό kendi
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλώσ̌κεταιγυρίζει, επιστρέφει
κομπούταιξεγελιέται, εξαπατάται, μτφ. σαγηνεύεται κομβόω
νασάνχαρά σε
νεούταιανανεώνεται, ξανανιώνει
ξανπάλι, ξανά
παπάλι, επίσης, ακόμα
παιδίαπαιδιά
πίν’πίνω/ει
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
ποπάςπαπάς
σύρ’σύρω/ει, τραβάω/ει, ρίχνω/ει
ταφίατάφοι, το νεκροταφείο
τέρτι͜ακαημοί, βάσανα, στενοχώριες dert
’τοαυτό, το (προσωπική αντωνυμία)
’τοναυτόν
τριγυρίσ̌κεταιτριγυρίζει
ψ̌ηψυχή
ψ̌ήαψυχές, η περιοχή του στέρνου, τα εσώψυχα
ψ̌ηνψυχή
Που αποθάν’ ’κι κλώσ̌κεται

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost