.
.
Τ’ εγάπ’ς μαχ̌αιρέας

Όλιον την νύχταν τραγωδώ

Όλιον την νύχταν τραγωδώ
fullscreen
Όλιον την νύχταν τραγωδώ
αφκά σο παραθύρι σ’
Και τον ύπνο μ’ πα θα χάν’ ατο,
πουλί μ’, για το χατίρι σ’

Γυρίζω άμον νυχτοπούλ’
ολόερα ’ς σ’ οσπίτι σ’
Ν’ αηλί τ’ εμόν την καρδίαν
αρ’ έρημος σπουργίτης

Εποίκες έναν σεβνταλήν,
κακόν σ’ ατόν μ’ ευτάς -ι
Πώς είμαι και ντό ’ίνουμαι,
για τ’ εμέν μη ’ρωτάς -ι

Ο ουρανόν ελίβωσεν,
έχ̌’ κι έρχουν τα ποράνια
Εγώ θα καπατεύκουμαι
αφκά πα ας σα κεράνι͜α
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
αφκάκάτω
ελίβωσενσυννέφιασε
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
εποίκεςέκανες, έφτιαξες ποιέω-ῶ
έρχουνέρχονται
ευτάςκάνεις, φτιάχνεις εὐθειάζω
έχ̌’έχει
’ίνουμαιγίνομαι
καπατεύκουμαισκεπάζομαι, καλύπτομαι, κλείνομαι εντός kapatmak
κεράνι͜απάσσαλοι περίφραξης κήπου գերան (geran)=κορμός δέντρου/δοκάρι
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
νυχτοπούλ’νυχτοπούλι, μτφ. αυτός που ξενυχτάει
όλιονόλο, ολόκληρο
ολόεραολόγυρα
οσπίτισπίτι hospitium<hospes
παπάλι, επίσης, ακόμα
ποράνιαμπόρες, καταιγίδες boran<βενετ. bora<λατ. Boreas <Βορέας (αντιδάνειο)
’ς(ας) από
σεβνταλήνερωτοχτυπημένο, ερωτευμένο sevdalı
τραγωδώτραγουδάω
χάν’χάνει, παύει να έχει, διώχνει
χατίριχάρη, σεβασμός, υπόληψη hatır/ḫāṭir
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
αφκάκάτω
ελίβωσενσυννέφιασε
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
εποίκεςέκανες, έφτιαξες ποιέω-ῶ
έρχουνέρχονται
ευτάςκάνεις, φτιάχνεις εὐθειάζω
έχ̌’έχει
’ίνουμαιγίνομαι
καπατεύκουμαισκεπάζομαι, καλύπτομαι, κλείνομαι εντός kapatmak
κεράνι͜απάσσαλοι περίφραξης κήπου գերան (geran)=κορμός δέντρου/δοκάρι
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
νυχτοπούλ’νυχτοπούλι, μτφ. αυτός που ξενυχτάει
όλιονόλο, ολόκληρο
ολόεραολόγυρα
οσπίτισπίτι hospitium<hospes
παπάλι, επίσης, ακόμα
ποράνιαμπόρες, καταιγίδες boran<βενετ. bora<λατ. Boreas <Βορέας (αντιδάνειο)
’ς(ας) από
σεβνταλήνερωτοχτυπημένο, ερωτευμένο sevdalı
τραγωδώτραγουδάω
χάν’χάνει, παύει να έχει, διώχνει
χατίριχάρη, σεβασμός, υπόληψη hatır/ḫāṭir
Όλιον την νύχταν τραγωδώ

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost